Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Γιατί προσευχόμαστε στραμμένοι προς ανατολάς;

rising-sun edited

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Α. Επειδή έχουμε διπλή φύσι, προσφέρουμε διπλή προσκύνησι
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (1) μας διδάσκει, ότι δεν προσκυνούμε προς ανατολάς απλώς και ως έτυχε, αλλά επειδή η φύσις μας είναι σύνθετος, δηλαδή ορατή και αόρατος, νοητή και αισθητή, προσφέρουμε στον Δημιουργό διπλή και την προσκύνησι: η ψυχή είναι στραμμένη νοερά προς τον Θεό και ταυτόχρονα το σώμα προσκυνεί προς ανατολάς.
Αυτός ο διπλός τρόπος, νοητός και αισθητός, της αναφοράς μας προς τον Κύριο φαίνεται και σε άλλες περιπτώσεις: ψάλλουμε με τον νου μας, αλλά ταυτόχρονα και με τα σωματικά χείλη μας• βαπτιζόμεθα και στο ύδωρ και στο Άγιο Πνεύμα, δηλαδή ενούμεθα με τον Κύριό μας με δύο τρόπους: μετέχοντες στα Ιερά Μυστήρια και στην Χάρι του Αγίου Πνεύματος.
Β. Ο Χριστός μας ονομάζεται «Ανατολή»
Ο Κύριός μας και Θεός μας είναι το νοητό Φως: «ο Θεός φως εστιν» (2)• επίσης είναι ο «ήλιος της δικαιοσύνης» (3)• είναι το «φως του κόσμου» (4), το «μέγα φως» (5) και η «Ανατολή» (6), η οποία «επεσκέψατο ημάς εξ ύψους» (6) και με την Χάρι και την Αλήθειά Του εφώτισε τους ανθρώπους, που ήσαν καθήμενοι «εν σκότει» αγνωσίας, «εν χώρα και σκια θανάτου» (5) της αμαρτίας.
Ακριβώς για τον λόγο αυτόν πρέπει να αφιερώνουμε στον Χριστό μας την ανατολή για την προσκύνησι, διότι το κάθε τι ωραίο πρέπει να το αποδίδουμε στον Θεό, από τον Οποίο προέρχεται κάθε αγαθό.
Και ο θείος Δαβίδ λέγει: «Αι Βασιλείαι της γης, άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς» (7), διότι ο Κύριος άρχισε τα έργα Του από δυσμών ηλίου και τελειώνει αυτά «κατά ανατολάς», στην πηγήν του φωτός• επίσης η Αγία Γραφή λέγει: «εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς, ένθα τον άνθρωπον, ον επλασεν, έθετο» (8) και όταν ο άνθρωπος παρέβη την εντολή, εξωρίσθη «απέναντι του παραδείσου της τρυφής» (9), δηλαδή στα δυτικά.
Γ. Αναζητούμε την αρχαία Πατρίδα μας προς ανατολάς
Προσκυνούμε λοιπόν τον Θεό, αναζητώντας την αρχαία Πατρίδα μας και ατενίζοντας προς Αυτήν• αυτό μας υπενθυμίζει και η Σκηνή του Μαρτυρίου στην Παλαιά Διαθήκη που είχε στραμμένο το «Καταπέτασμα» (10) και το «Ιλαστήριον» (11) προς την ανατολή. Και η φυλή του Ιούδα, επειδή ήταν τιμιωτέρα, ήταν παρατεταγμένη «κατά ανατολάς» (12). Και στον περιώνυμο Ναό του Σολομώντος η πύλη του Κυρίου ευρίσκετο κατά ανατολάς (13).
Αλλ’ όμως και ο Κύριός μας, όταν ήταν επί του Σταυρού, έβλεπε προς τα δυτικά, και έτσι εμείς όταν προσκυνούμε Αυτόν, ατενίζουμε προς Αυτόν, δηλαδή στραμμένοι προς τα ανατολικά. Και όταν κατά την Ανάληψί Του εφέρετο επάνω προς ανατολάς, και έτσι προσεκύνησαν Αυτόν οι Αποστολοι (14)• και με τον ίδιο τρόπο θα έλθη, όπως είδαν Αυτόν να κατευθύνεται στον Ουρανό (15), όπως είπε ο Ίδιος ο Κύριος: «ώσπερ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου» (16).
Προσμένοντες λοιπόν κατά την Δευτέρα Παρουσία τον Σωτήρα μας, «επί ανατολάς προσκυνούμεν».
Δ. Άγραφος Παράδοσις
Αυτή η Παράδοσις είναι άγραφος και προέρχεται από τους Αγίους Αποστόλους, διότι «πολλά αγράφως ημίν παρέδωκαν».
Βάσει άλλωστε αυτής της αγράφου Παραδόσεως, οι Ναοί των Ορθοδόξων έχουν το Ιερό Βήμα προς ανατολάς ούτως, ώστε τόσον ο Ιερεύς όσο και οι πιστοί προσευχόμενοι να είναι στραμμένοι ανατολικά, εικονίζοντες τον νέο Λαό του Θεού, ο οποίος εξερχόμενος από την Αίγυπτο των παθών και το κοσμικό σκότος, πορεύεται προς την κατά ανατολάς Γην της Επαγγελίας, την επουράνια Πατρίδα, ενώ προπορεύεται, ως οδηγός, ο νέος Μωυσής, ο Ιερεύς-Ποιμήν δεόμενος ενώπιόν του Θυσιαστηρίου, του νοητού αυτού Θρόνου της Θείας Μεγαλωσύνης.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο επικρατεί η καλή και ωραία και συμβολική συνήθεια να τοποθετούμε τους νεκρούς και κατά τις επικήδειες Ακολουθίες στον Ιερό Ναό, αλλά και στα μνήματα ούτως, ώστε να είναι στραμμένοι προς ανατολάς.
Αλλά και οι ευλαβείς Ορθόδοξοι, τουλάχιστον έτσι έκαμαν οι παλαιότεροι, φροντίζουν, όταν κατακλίνωνται για να κοιμηθούν, να βλέπουν προς ανατολάς: αναπολούντες τον «Παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς» (8) και προσευχόμενοι, παραδίδονται με εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια και την ανάπαυσι του ύπνου.
1. Ι. Δαμασκηνού, PG τ. 94, σελ. 1133Β-1136Β/Ε.Α.Ο.Π., L. IV, Κεφάλ. ΙΒ .
2. Α Ἰωάν. α 5.
3. Μαλαχ. δ 2.
4. Ιωάν. η 12.
5. Ησ. θ 2• Ματθ. δ 16.
6. Ιερεμ. κγ 5• Ζαχαρ. γ 8• Λουκ. α 78.
7. Ψαλμ. ξζ 33-34.
8. Πρβλ. Γένεσ. β 8.
9. Γένεσ. γ 24.
10. Έξοδ. λζ 5.
11. Λευϊτ. ιστ 14.
12. Αριθμ. β 3.
13. Ιεζεκ. μδ 1 ε.
14. Λουκ. κδ 52.
15. Πραξ. α 11.
16. Ματθ. κδ 27.
http://imeroviglio.blogspot.com/2011/11/blog-post_19.html


Η κοινωνία της ερήμου και η ερημία των πόλεων»

viewer_έρημος8 (2) (640x480)
μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Βρισκόμαστε, αγαπητοί μου, στην εποχή που προφήτευσε ο άγιος, πως ο άνθρωπος θα κάνει ημέρες δρόμο για να βρει έναν άνθρωπο και σαν τον συναντήσει θα τον ασπάζεται ως αδελφό του. Τούτο παράδοξα συμβαίνει προτού πραγματοποιηθεί ακριβώς, όπως το λέει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ύστερα από έναν, ας πούμε, επερχόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Μόνος ο σημερινός άνθρωπος άγχεται, αγωνιά, πάσχει, ταλαιπωρείται και ταλαιπωρεί. Γιατί; Μια κάποια απάντηση θα προσπαθήσει να δώσει η παρούσα ομιλία μεταφέροντας το άρωμα της κοινωνίας της ερήμου στην ερημία των συγχρόνων μεγαλουπόλεων.
Μοναξιά είναι η αδυναμία επαφής και επικοινωνίας. Η ανικανότητα να δημιουργηθεί και να υπάρξει δεσμός, σχέση με τους άλλους. Ο σύγχρονος πολιτισμός και οι δομές της σημερινής κοινωνίας, τα τηλεκατευθυνόμενα από την προπαγάνδα μέσα επικοινωνίας, ακόμη και τα παιχνίδια των παιδιών, οδηγούν στην κοινωνική αλλοτρίωση στην πολιτική αποξένωση στην ατομική απομόνωση, καθώς αναφέρει σύγχρονος μελετητής (Δασκαλάκης Γ.Δ.). Ο άνθρωπος έτσι, από νωρίς αρχίζει να διακατέχεται από αίσθημα βαρειάς αδυναμίας και οκνηρίας, να χάνει το νόημα της ζωής και τον σκοπό της, να ζει δίχως ιδανικά και κανόνες, συνεχώς να υποπτεύεται και ν’ αμφιβάλλει.
Μόνος και ανασφαλής, ανήσυχος και ακατάστατος, ιδιαίτερα ο σημερινός νέος, προσπαθεί ν’ απλώσει γέφυρες, να υψώσει σημεία, να φωνάξει. Δίχως οδηγό η με κακούς οδηγούς απογοητεύεται σύντομα και γίνεται σκληρός κι επιθετικός, πιόνι εκμεταλλευτών πολιτικών η αρχομανών αναρχικών. Κι ο πόθος για ελευθερία γίνεται ο πικρός θάνατος της ελευθερίας του. Συμβιβαζόμενοι οι νέοι, αυτοί που έλεγαν πως ποτέ και με κανένα δεν θα συμβιβαστούν, καταφεύγουν σ’ εξεγέρσεις και καταλήψεις, γίνονται επαναστάτες στην προσπάθειά τους ν’ απαλλαγούν από το βάρος της μοναξιάς τους, δίχως να εννοούν πως υποδουλώνονται τώρα βαρύτερα. Δυστυχώς όλα τούτα συμβαίνουν κι εκεί που ποτέ δεν θα το περίμενες σε νέους με καλή μόρφωση, σπάνια ευφυΐα, δύναμη και ταλέντο. Ανικανοποίητος ο νέος αυτός από την υλική ευδαιμονία και τη συχνή υποκρισία των μεγαλυτέρων του, αγωνίζεται για μια απλότητα στη ζωή, για μια ποιότητα για ένα ανώτερο ύφος, μα δεν βάζει το νερό στο αυλάκι που πρέπει.
Η τέχνη συνήθως κάνει την εμφάνισή της μ’ ένδυμα λίαν απομονωτικό κι αντί να φωτίζει και ν’ ανοίγει παράθυρα προς τους άλλους και τον ουρανό σε κλείνει και σε σκοτίζει περισσότερο. Ο απομονωμένος άνθρωπος δεν θ’ αργήσει να παραμιλά, να μιλά με τ’ άλογα ζώα, τις σκιές, τους νεκρούς. Είναι πια βαρειά κι ανίατα ασθενής. Η μελαγχολία, η κοσμοφοβία, η καχυποψία έφεραν την ψυχοπάθεια. Ένας από τους επιτυχέστερους χαρακτηρισμούς του αιώνα μας είναι, ως ο αιώνας των ψυχιάτρων. Σύμφωνα με περσινή στατιστική του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας περισσότερα από 400 εκατομμύρια άτομα στον κόσμο πάσχουν από κατάθλιψη. Από αυτά περίπου 400.000 κάθε χρόνο αυτοκτονούν. Ας σημειωθεί ότι η στατιστική αφορά τις λεγόμενες προηγμένες χώρες! Ο άνθρωπος μόνος κι έρημος μαστίζεται αδυσώπητα από τον εγωϊσμό και την υπερηφάνεια, που είναι οι φυσικοί γονείς της μοναξιάς του.
Αν αυτοί είναι οι γονείς της μοναξιάς τότε η αληθινή ταπείνωση, παρά την όποια κακομεταχείριση και φθορά της λέξεως από τους ταπεινόλογους,είναι το κλίμα που δεν την αφήνει να ευδοκιμήσει. Ιδού πως λαλεί η καλή μητέρα, η άριστη φιλόσοφος και θεολόγος έρημος περί της φονεύτριας της μοναξιάς, της αγίας ταπεινώσεως και των κεκοσμημένων γνησίων τέκνων της.
Ο ταπεινός άνθρωπος, κατά τόν αββά Ποιμένα, είναι αναπαυμένος σ’ όποιον τόπο κι αν καθίσει. Αυτός που μικραίνει τον εαυτό του σε όλα, θα υψωθεί πάνω απ’ όλους, λέει ο αββάς Ισαάκ. Και συνεχίζει η γλυκεία και διακριτική γλώσσα του. Μίσησε την τιμή, για να τιμηθείς. Εκείνος που τρέχει πίσω από την τιμή, φεύγει η τιμή από μπροστά του. Αν καταφρονείς υποκριτικά τον εαυτό σου για να ταπεινωθείς, θα σε φανερώσει ο Θεός.
Στο Γεροντικό αναφέρεται πώς ταπεινόφρων δεν είναι αυτός που αυτοεξευτελίζεται και ταπεινολογεί, αλλά εκείνος που υπομένει με χαρά τις ατιμίες που προέρχονται από τον πλησίον. Και σε άλλο σημείο αναφέρεται πως εκείνον που τιμούν οι άνθρωποι περισσότερο απ’ όσο αξίζει ζημιώνεται, εκείνος όμως, που δεν τον τιμούν καθόλου οι άνθρωποι, θα δοξαστεί στους ουρανούς από τον Θεό. Ο αββάς Ποιμήν συμβουλεύει: Η οποιαδήποτε στενοχώρια, που θα σου συμβεί, θα νικηθεί με τη σιωπή. Μαζί του συμφωνεί κι ο αββάς Ησαΐας. Μέχρις ότου ηρεμήσει η καρδιά σου με την προσευχή, μην κάνεις καμιά εξήγηση με τον αδελφό σου. Μελετώντας τις γραφές των αγίων πατέρων της ερήμου παρατηρεί εύκολα κανείς μια σύμπνοια, μια ευγένεια, μια ανθρωπιά, μια κατανόηση, μια σοφία. Στάλες αγιοπνευματικές όπου άνθισαν στην απρόσιτη άνυδρη έρημο, ύστερα από αγώνες μακρούς κι έδωσαν άνθη που ευωδίασαν κοινωνίες ανθρώπων απόλυτα δοσμένων στον Θεό κι ευωδιάζουν ακόμη τις ψυχές που πράγματι διψούν.
Ο αββάς Ησαΐας, ο μέγας νους, σημειώνει με ιδιαίτερη χάρη και λεπτότητα: Αυτός που ταπεινώνεται ενώπιον του Θεού, καθίσταται ικανός να υπομένει κάθε προσβολή. Ο ταπεινός δεν ενδιαφέρεται τι λένε οι άλλοι γι’ αυτόν. Εκείνος που μπορεί να υποφέρει για τον Θεό, αυτός είναι άξιος ν’ αποκτήσει την ειρήνη.
Ο αββάς Μάρκος, στο μεγάλο κι ενδιαφέρον αυτό κεφάλαιο των σχέσεών μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους, που καθημερινώς σκουντουφλάμε, προχωρεί και σημειώνει χαρακτηριστικά: Όταν αντιληφθείς μέσα σου τη σκέψη να σου υπαγορεύει ανθρώπινη δόξα, να γνωρίζεις καλά πως η σκέψη αυτή σου ετοιμάζει ντροπή. Κι αν δεις κάποιον να σ’ επαινεί υποκριτικά, να περιμένεις την ίδια στιγμή και την κατηγορία από μέρους του. Και συνεχίζει με τόλμη χειρούργου ο ψυχοανατόμος αββάς: Όταν δεις κάποιον να κλαίει για τις πολλές προσβολές που του έγιναν, να γνωρίζεις πως επειδή κυριεύθηκε από λογισμό κενοδοξίας, θερίζει χωρίς να το αισθάνεται τους καρπούς των κακών της καρδιάς του. Όποιος αγαπά την ηδονή, λυπάται για τις κατηγορίες και την κακομεταχείριση, αντίθετα εκείνος που αγαπά τον Θεό λυπάται για τους επαίνους και τις λοιπές πλεονεξίες. Η ταπείνωσή μας κρίνεται από τη συκοφαντία. Μη νομίσεις πως έχεις ταπείνωση, τονίζει ο αββάς Ισαάκ, όταν δεν ανέχεσαι την παραμικρή κατηγορία. Ο αββάς Ζωσιμάς προχωρεί πιο ψηλά: Αυτόν που σ’ ενέπαιξε η σε στενοχώρησε η σε ζημίωσε η οτιδήποτε κακό σου έκανε, να τον θυμηθείς ως ιατρό σου. Ο Χριστός τον έστειλε για να σε θεραπεύσει, μη λοιπόν τον θυμάσαι με θυμό. Κι ο Ευάγριος ευεργέτες του θεωρούσε τους κακολόγους του.
Έχουν μεγάλη σημασία τα παραπάνω αναφερόμενα από τους θεόσοφους αυτούς ιατρούς της ερήμου στο θέμα που μας απασχολεί. Το να πει κανείς πως αυτά αναφέρονται από μοναχούς και μόνο για μοναχούς, το λιγότερο είναι αρκετά επιπόλαιος. Γιατί, όπως πολύ καλά αντιλαμβάνεσθε και παρατηρείτε, αποτέλεσμα αταπείνωτου φρονήματος, αποτυχημένων η λαθεμένων διαπροσωπικών σχέσεων, ανικανοποίητων εγωϊσμών, ανενέργητων φιλοδοξιών, κενοδοξίας, καυχησιολογίας, επαινοθηρίας, φιλαυτίας κι επιθυμίας δικαιώσεως και διαφημίσεως είναι η επιδημία της μοναξιάς.
Βεβαίως υπάρχει και η άλλη μοναξιά. Μα αυτή δεν είναι καθόλου αρρωστημένη. Είναι ο φυσικός χωρισμός των μοναχών από τον κόσμο. Δίχως να έχουν διόλου μίσος για τους ανθρώπους, να έχουν απαιτήσεις από τους άλλους. Η μοναξιά τους είναι δημιουργική. Όχι πως δεν τους ενδιαφέρουν οι άλλοι πως είναι ανώτεροί τους αυτοί, δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Μα θα επανέλθουμε στο σημείο αυτό.
Είναι δυνατή η μοναξιά ν’ αρρωστήσει και να εξουθενώσει τον άνθρωπο. Μα η αγάπη είναι πιο κραταιή, να γιάνει και ν’ αναστήσει τον κόσμο όλο. Ηακατανίκητη ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία πρέπει να διοχετευθείσωστά. Πρώτα-πρώτα πρέπει να πιάσουμε κάποτε κουβέντα με αυτόν τον άγνωστο εαυτό μας. Κουβέντα ειλικρινή, τίμια, θαρρετή. Να βρούμε στα βάθη μας την κριμένη αθωότητα των παιδικών μας χρόνων. Κουβέντα πρόσωπο προς πρόσωπο, δίχως προσωπείο, με τον ένα, μόνο, αληθινό, ζωντανό φίλο, Πατέρα Θεό. Κουβέντα με τους άλλους, τους όποιους, τους χειρότερους, τους καλύτερους, τους πλησίον, τους μακράν, τους αδελφούς μας εν Κυρίω. Έτσι διαλύονται οι ιστοί της μοναξιάς, φωτίζονται τ’ άδυτα κι ανήλια υπόγεια των καρδιών, σπάει το καβούκι του εγώ, χαίρεται ο άνθρωπος, ελευθερώνεται, ζωογονείται, αναπνέει, ζει, αρνείται τη μοναξιά του άθλιου εγωϊσμού. Αλήθεια με πόσα λίγα κι απλά μέσα μπορεί ο άνθρωπος να ζεσταθεί, να ξαναενωθεί με όλο τον κόσμο. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να ξαναβρεί την ελπίδα, την ανάταση, τ’ ανείπωτα πανηγύρια της καρδιάς, τις εορτές των εορτών και τις πανηγύρεις των πανηγύρεων.
Υπάρχει και μια άλλη μοναξιά, ζωηφόρα και χαριτόδοτη. Μια μοναξιά που αξίζει πολύ να της αφιερώσει κανείς αρκετό χρόνο. Ένα αποσυρμό από τη βουή του πλήθους με την τόση διάχυση, περίσπαση κι εξωστρέφεια ανωφελή. Μια μοναξιά υγιή, ωραία, καλή. Μακριά από τη μορφή επικοινωνίας εκείνη τη συνεχή με τους πολλούς, για να μη μείνουμε ποτέ με τον ένα, τον εαυτό μας, και να μην αναχθούμε, από φόβο, δειλία η αγνωσία, στον Άλλο, τον πάντα Αναμένοντα, τον Ένα, τον Ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο. Να βρούμε τον τρόπο, τον τόπο, την ώρα, τον χρόνο γι’ αυτή την ιερή στιγμή, γι’ αυτή την άλλη επικοινωνία. Με γνώση, με τάξη, με πρόγραμμα. Δεν μιλάμε για μια διαφυγή μερικών, αρκετών, από τις πολλές τους ασχολίες γι’ ανάπαυλα, θέα του ηλιοβασιλέματος και του έναστρου ουρανού. Τους ρομαντικούς αυτούς βιαστικά τους αντιπαρερχόμαστε. Τους χαιρετούμε ως κουρασμένους που ξεκουράζονται αλλ’ όχι ως πνευματικούς ανθρώπους, όπως ίσως θέλουν να ονομάζονται. Δεν μιλάμε γι’ αυτούς που καμώνονται πως αυτοσυγκεντρώνονται με τεχνικές αμφίβολης προελεύσεως και αποτελεσματικότητος η άλλους που αφιερώνουν λίγο χρόνο σε φευγαλέες κι επιπόλαιες ονειροπολήσεις και νομίζουν πως μετανοούν, για κάποια συντριβή που είχαν, ενθυμούμενοι τ’ ατοπήματά τους στο ταξίδι που είχαν στο παρελθόν τους. Πρόκειται μάλλον για ψεύτες φυγάδες της ζωής, ονειροπαρμένους και φαντασιόπληκτους. Ούτε, επιτρέψτε μας να πούμε, αναφερόμαστε στους αγαθούς, όσο τολμηρά αφελείς εκείνους που νομίζουν πως ζουν την πνευματική ζωή και την ιερά ησυχία, σεργιανίζοντας μ’ ένα κομποσχοίνι στο χέρι, σε ακρογιαλιές και πλαγιές ωραίων βουνών, ακούοντας καλή μουσική έχοντας τα νέα βιβλία, τη γαστέρα πεπληρωμένη και συντροφιά τους φίλους που δεν φέρνουν αντιρρήσεις. Κι ακόμη αυτούς που κάνουν πνευματικό τουρισμό επισκεπτόμενοι και ιερούς τόπους και συνομιλώντας με παρρησία με αγίους ανθρώπους, μα που δεν βγαίνουν διόλου ποτέ από το θέλημά τους. Συγχωρέστε μας παρακαλούμε, μα φοβόμαστε πως δεν είμαστε καθόλου υπερβολικοί.
Αναφερόμαστε, αγαπητοί μου, στην αγία εκείνη ησυχία, που αξίζει κάθε κόπος και μέριμνα για να δώσουμε τη σημαντική αυτή ευκαιρία στον εαυτό μας και μέσα στη θορυβώδη αυτή πολιτεία και μέσα στο άστατο σπιτικό μας και με αυτά τα χάλια της ζωής μας και του χαρακτήρα μας. Ανάγκη πάσα να ελευθερωθούμε στην αγία αυτή μοναξιά. Χρειάζεται άσκηση, υπομονή, μόχθος, μέχρι να σβήσουν τα σκοτάδια που μας κουράζουν στην εργασία αυτή. Να βρούμε τις ρίζες και τα όρια της υπάρξεώς μας. Να μάθουμε να προσευχόμαστε. Να γίνει η σιωπή, πηγή, βροντή, σιντριβάνι, φως, καθώς λέει ο γλυκύτατος ποιητής άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Χρειάζεται αγρύπνια, εγρήγορση συνεχής, ακινησία, γαλήνη. Ο Θεός είναι πλάι μας. Αυτός με οδηγεί. Σ’ αυτόν οδηγούμαι. Τι έχω να φοβηθώ; Απελπισμένος από τις φιλίες, τις γνωριμίες, τις τέχνες, τις τεχνικές, τις ιδεολογίες, τις φλυαρίες, τις κοινοτυπίες, φθάνω στην προνομιούχο εσχάτη απελπισία, και καθώς είμαι έτσι γυμνός, ο ίδιος ο Θεός με ντύνει την πιο γνήσια ελπίδα. Με στηρίζουν σε αυτό το θαύμα η Παναγία και όλοι οι άγιοι.
Εντός αυτής τής θείας μοναξιάς, απαλλάσσομαι από το προσωπείοπού αναγκάσθηκα να φορέσω η μου φόρεσαν. Ήμουν τρομοκρατημένος και κάθε βράδυ πήγαινα και σε άλλη συγκέντρωση, άλλη ομάδα, γιατί, έπρεπε κάπου να ενταχθώ, αλλάσσοντας συνεχώς προσωπείο. Ενδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποιώ, αισθάνομαι παιδί του Θεού, βρίσκω, αποκαλύπτω την ταυτότητά μου, το πρόσωπό μου, το μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Παρατηρώ τις κινήσεις των παθών. Βλέπω και βρίσκω τα όριά μου, τα τάλαντά μου, τις δυνατότητές μου, λυτρώνομαι από τις πλάνες, τους φανατισμούς, το υπέρμετρο, το υποτονικό.
Θέλει δυνατή βούληση ο άνθρωπος για να οδηγήσει τα βήματά του σε τακτά διαστήματα στο άγιο αυτό βήμα της αυτογνωσίας και θεογνωσίας. Γιατί η μοναξιά αυτή είναι εντρύφηση για τους δυνατούς και φόβος για τους αδύναμους. Του ιερού αυτού βήματος εξέρχεται κανείς με λιγότερη ατομικότητα, με περισσότερη αγάπη για τους άλλους, με δύναμη για μεγαλύτερους αγώνες, με νωπά τα δάκρυα για τον πόνο των αδελφών του. Έτσι ο άνθρωπος του Θεού δεν μπορεί ποτέ να είναι μόνος, δεν μπορεί ποτέ να πάσχει από μοναξιά. Έχει διάλογο με τον εαυτό του, όταν είναι μόνος και με τον Θεό του. Μέσα από την σπαρακτική μοναξιά του ανθρώπου, από τα τσαλαπατήματα που του έκαναν απρόσεκτοι στο δρόμο, στο λεωφορείο, στην εργασία, στο σχολείο, πατήματα που πέρασαν στην ψυχή του, υψώνεται από τα βάθη φωνή που σχίζει νέφη κι έρχεται στον Τριαδικό Θεό, που πάντα ακούει και πάντα απαντάει.
Ο άνθρωπος του Θεού μόνο να θερμαίνει τη φωνή του γνωρίζει, να χαίρεται που στέκεται δεύτερος, να είναι φίλος και με τον ξένο, ν’ αρκείται στο ολίγο, να κουράζεται στο πολύ, να πλένει με δάκρυα τους άπληστους, τους άσωτους, δίχως κανένα παράπονο, καμιά δυσαρέσκεια, ακόμη κι όταν τον εγκαταλείπουν αυτοί που ποτέ δεν θα το περίμενες: συγγενείς, φίλοι, ομοϊδεάτες.
Μακριά από την τύρβη, την αγορά και τη σύγχυση, στο ταμείο σου, που το διάλεξες αβίαστα κι ελεύθερα, φαίνεται να μη προσφέρεις τίποτε στους άλλους, να είναι μια πράξη εγωϊστική, μόνο για τον εαυτό σου, τη στιγμή μάλιστα που οι άλλοι λένε σ’ έχουν ανάγκη και πάσχουν από την οδυνηρή μοναξιά. Αυτά, όπως θα έχετε ακούσει, προσάπτουν και στους μοναχούς. Η πρώτη αυτή εντύπωση δεν είναι ακριβής. Η μοναξιά αυτή είναι έργο επίπονο, θέλει δύναμη, ηρωϊσμό, επιμονή. Είναι εργασία μακρά κι ατελείωτη, που κάποτε μπορεί να είναι και προεργασία για μια επιστροφή σε αυτούς που αφήσαμε έξω από το κελλί μας, δίχως αυτό βεβαίως να είναι ο σκοπός του μονασμού μας.
Όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, ακόμη και οι πιο φλογεροί ιεραπόστολοι, κι ο ίδιος ο Κύριος στην επίγεια ζωή του έζησαν το μυστήριο της θείας αυτής μοναξιάς. Η οι μεγάλες εκείνες μορφές των Προφητών της Π.Διαθήκης Μωυσής, Ηλίας, Ησαΐας και Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Επανερχόμενοι στον κόσμο του αιώνα μας τον βρίσκουμε τραγικά μόνο, απελπισμένο, απαισιόδοξο, να τα έχει συγκρούσει, παρ’ όλες τις προσπάθειές του για κάτι άλλο, με όλους και όλα, συναδέλφους, γονείς, φίλους, παιδιά, βιβλία, μαθήματα, εργασίες και προπαντός με τον εαυτό του και τον Θεό, που αυτού ποτέ δεν του μίλησε, δεν του είπε τίποτε. Η πιο σκληρή μοναξιά είναι να είσαι πλάι στη σύζυγό σου και να μη μπορείς να της μεταδώσεις τα αισθήματά σου, την ίδια στιγμή που ένα μήνυμα μεταδίδεται από τη μια ήπειρο στην άλλη, να υπάρχουν πολυετή μυστικά μεταξύ των συζύγων, να είναι άγνωστος κι ανύπαρκτος ο διάλογος των παιδιών με τους γονείς, τους δασκάλους, τους κληρικούς. Δεν υπάρχει πιο άγρια μοναξιά από μια οικογένεια να κάθεται ώρες αμίλητη μπροστά στην τηλεόραση. Βρισκόμαστε σε δύσκολα έτη. Η μοναξιά σε έξαρση. Ο άνθρωπος έχει χαθεί. Ο Θεός δεν μιλά.
Μέσα σε αυτή την ερημία των πόλεων, τη φαινομενική σιωπή και απουσία του Θεού καλείται ο άνθρωπος να συνάξει τους λογισμούς του, νά λθει στα συγκαλά του, όπως λέει ο λαός, ν’ αφήσει την τόση κοσμική δραστηριότητα και ν’ απέλθει στο προσκυνητάρι του άλαλος, γυμνός, νήπιο, για να μπορέσει ο Θεός να του μιλήσει, να τον ντύσει, να τον ανδρώσει. Η μοναξιά του τότε θα γίνει απελευθερωτική και θα αισθάνεται πλήρης. Μόνο μια τέτοια ριζική μοναξιά οδηγεί σε μια ριζική σύλληψη του Θεού, που καταργεί κάθε δισταγμό, αμφιβολία και ταλαιπωρία.
Μέσα στην ιερή μοναξιά βρίσκεται ο άνθρωπος ν’ αντικρίζει την υπαρξιακή του πενία και τον φόβο του θανάτου, που αυτή προκαλεί. Έτσι θέτει ως λύση τη φυγή, την αναβολή, ησυχάζοντας έτσι τον πανικόβλητο εαυτό του μπροστά στο μέγα κενό που συναντά εντός του. Αρχίζει τότε ένα τρεχαλητό ασταμάτητο, που εξαντλείται σε συνεχείς κοινωνικές υποχρεώσεις, διασκεδάσεις ποικίλες και προγράμματα υπεραπασχολήσεων, ώστε οι άλλοι και τα πράγματα, οι εργασίες και οι υπερωριακές απασχολήσεις, να γίνονται κάλυμμα της μεγάλης ενδείας του. Και αυτό που είμαστε εμείς είναι όλος ο κόσμος• περιφέρεται, στροβιλίζεται, καταταλαιπωρείται, ερωτοτροπεί με το άσπρο και το μαύρο, μάχεται σπαράσσεται, εξοντώνεται.
Η δουλειά γίνεται δουλεία, η αγωνία του εύκολου και πολλού κέρδους νόσος ανίατη και βασανιστική. Ο φόβος για το μέλλον αιτία πλεονεξίας, φιλαργυρίας, θησαυρισμού, εξόδου από το μέτρο, λησμονιά του Θεού. Ιδού πως ο αββάς Μάρκος ομιλεί περί του πως ο άνθρωπος δεν θα γίνει δούλος της δουλειάς, αλλά ελεύθερος δούλος του Θεού: Όποιος αποβάλλει την ανήσυχη μέριμνα για τα πρόσκαιρα κι ελευθερωθεί από κάθε ανάγκη θα δώσει όλη την πίστη του στον Θεό και τα αιώνια αγαθά. Ο Κύριος δεν απαγόρευσε την απαραίτητη καθημερινή φροντίδα για τη σάρκα μόνο μας υπέδειξε ν’ ασχολούμεθα μόνο με τη σημερινή ημέρα. Το να περιορίσουμε τα πολλά στα απολύτως αναγκαία με προσευχή κι εγκράτεια είναι δυνατόν, μα να τα παραβλέψουμε είναι αδύνατον. Συνοψίζοντας τα του διακριτικού καλάμου του αββά Μάρκου, θα παρακαλούσαμε να είχαμε την προσοχή σας πιο τεταμένη σ’ ένα λεπτό σημείο που απασχολεί πολλούς πιστούς. Τις απαραίτητες υπηρεσίες, που μας επιβάλλονται, πρέπει οπωσδήποτε να τις δεχόμαστε, ν’ αφήνουμε όμως τις άσκοπες απασχολήσεις, για να προτιμάμε την προσευχή, όταν μάλιστα αυτές μας παρασύρουν στην πολυτέλεια και την πλεονεξία των χρημάτων. Γιατί όσο μπορέσει κανείς να περιορίσει, με τη δύναμη του Θεού αυτές τις απασχολήσεις και περικόψει το υλικό που τις τροφοδοτεί, τόσο και περισσότερο συμμαζεύει το νου του από ανήσυχες περιπλανήσεις. Αν πάλι κανείς από ολιγοπιστία η από κάποια ασθένεια δεν μπορεί να το κάνει αυτό, τουλάχιστον ας γνωρίσει καλά την αλήθεια κι ας προσπαθεί, όσο μπορεί, να μέμφεται τον εαυτό του για την αδυναμία αυτή και τη νηπιακή κατάσταση στην οποία ακόμη βρίσκεται. Γιατί είναι πολύ προτιμότερο να δώσουμε λόγο στον Θεό για παραλείψεις, παρά για πλάνη και υπερηφάνεια. Το επαναλαμβάνουμε. Γιατί είναι πολύ προτιμότερο να δώσουμε λόγο στον Θεό για παραλείψεις, παρά για πλάνη και υπερηφάνεια.
Παίζεται ένα δράμα στον άνθρωπο που με ένταση συνεχώς εξέρχεται του εαυτού του για να βρει την ανάπαυση και την πληροφορία που εντός του θα βρει. Είναι αλήθεια πως επιστρέφοντας στον εαυτό του πρέπει να είναι έτοιμος να φιλοξενηθεί κατ’ αρχάς σ’ έναν τόπο ξένο όπου όμως εκεί θα βρει την ιδιαιτερότητα του προσώπου του και θα τη ζήσει. Εδώ βρίσκεται η αληθινή ανθρώπινη μοναξιά, που πηγή της έχει τη γνώση της ιδιαιτερότητός μας. Εκεί ο άνθρωπος αποφασίζει, μετρά, αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Η μυστική αυτή εμπειρία του τι είμαστε, τι μπορούμε να κάνουμε, τι θέλουμε και τι ζητάμε, είναι μια συνταρακτική και καίρια στιγμή της ζωής μας. Εντός αυτής της ησυχίας σωζόμαστε, σώζουμε το πρόσωπό μας, σώζουμε την αγάπη από τον παρασυρμό και τον διασυρμό μιας άθεης, απρόσωπης, προσωρινής αγάπης. Η αγάπη, όπως είπαμε, νικά τη μοναξιά του εγώ και φέρνει το φως του εμείς.
Κουρασμένοι από τις ματαιότητες, τις πικρότητες, το πηγαινέλα, τις άχαρες χαρές που γέμισε η ζωή μας ας έλθουμε στην πηγή την ευλογημένη αυτής της μοναξιάς για να ξεδιψάσουμε όσο θέλουμε. Αν δε μείνουμε εκούσια και υπεύθυνα μόνοι, θα γνωρίσουμε τα πάντα και θ’ αγνοούμε τον εαυτό μας. Σ’ ένα κόσμο σαν τον κόσμο μας, που κυβερνούν οι σοφιστές, οι σοφοί εξορίστηκαν, η αιδώς απωλέσθη που κυβερνιέται από το ψεύδος και την απάτη, με αποτέλεσμα η ιστορία μας να παραχαράσσεται, το Ευαγγέλιο να παρερμηνεύεται, τα σχολικά εγχειρίδια να διαπλάθουν μαριονέτες των ιδεών των εκάστοτε κρατούντων, η γλώσσα να κατακρεουργείται κι ο σεβασμός της παραδόσεως, του ήθους και της ορθοστασίας ν’ αναζητούνται ματαίως μετά του απολεσθέντος κάλλους του ύφους των Ελλήνων, που θέλουν ελευθερία δίχως αρετή και τόλμη. Μόνη τελικώς καταφυγή στων καιρών μας τον πιθηκισμό και τη δυτικοπληξία, τον ευσεβισμό και τον ανώδυνο κοινωνικό νεοχριστιανισμό, στην άγνοια της ζωηφόρου ιερής Παραδόσεως της ζωής της Εκκλησίας και του Έθνους το στήσιμο του θυσιαστηρίου του καθενός όπου μπορεί. Αυτή είναι η καλύτερη μορφή αντιστάσεως στην κατρακύλα και τον αποχρωματισμό. Το να μένει κανείς θεληματικά μόνος σε μια κοινωνία που τον θέλει να τη χειροκροτεί και να τον συγχωνεύει είναι πράξη ηρωϊκή. Λέγετε αδελφοί μου, «μη μου άπτου», στον κόσμο που την απάτη θεωρεί ευφυΐα και την τιμιότητα ολιγόνοια.
Είναι πολλοί κρυμμένοι που σας ακολουθούν και σας ενισχύουν με τις δικές τους προσευχές. Μοναχοί των ορέων, δοσμένοι όλοι στον Θεό, που αγρυπνούν για σας, που σκέπτονται και σας πολύ και σας μελετούν και μνημονεύουν κι ας μη σας μιλούν κι ας μη τους είδατε, σιωπηλοί και έγκλειστοι, ζώντες και κεκοιμημένοι, με υψωμένα τα χέρια, με γόνατα και δάχτυλα που έβγαλαν κάλους από τις μετάνοιες, που την οσφύ τους έχουν πάντα κυρτωμένη στον Θεό του Ελέους, της Αγάπης και της Συγγνώμης.
Φτιάχνοντας ο άνθρωπος τον εσωτερικό του κόσμο γίνεται απρόσβλητος στις οργανωμένες επιθέσεις του κακού, άφοβος σε όποια φοβέρα, προσβολή και ύβρη κι αν ακούσει. Εναποθέτοντας κανείς πάσα τη ζωή του στα πόδια του Θεού, παρακαλώντας τον γι’ αυτή την υπεύθυνη και σωστή ζωή που θέλει να ζήσει, θα φωλιάσει η ζεστασιά της βεβαιότητας μιας γλυκύτατης παραμυθίας, η καρδιά θ’ αποκτήσει αφάνταστο εύρος, ο άνθρωπος τότε προγεύεται την αθανασία, δεν είναι πια ποτέ μόνος, μα παρέα με τον Χριστό και τους φίλους του, τους αγίους. Η εσωτερική τότε αυτάρκεια του ανθρώπου φυγαδεύει αμέσως και βίαια τη μοναξιά. Ο άνθρωπος ο πιστός δεν συνθλίβεται από ένα απρόσωπο, άκοσμο κόσμο, τη βουή των μηχανών, το φραγγέλιο των νόμων, την παντοδυναμία της τεχνικής, των διαστημικών κατακτήσεων, των ηλεκτρονικών εγκεφάλων, των εχθρικών και ανάπηρων κοινωνιών, των βάρβαρων και μαζοποιημένων πολιτειών. Το χνώτο του Θεού που άγγιξε τον πιστό στις ώρες τις σιγής του θα τον κάνει δυνατό ν’ ανταπεξέρχεται τη μηδενισμένη ζωή, την ανεξάντλητη μοναξιά του κόσμου με το θρυμματισμένο πρόσωπο. Η επιτυχία του ανθρώπου υπάρχει ύστερα από μια προσωπική σχέση της υπάρξεώς του με τον Θεό. Οι δυσκολίες της ζωής και τα ρήγματά της ξεπερνιούνται τώρα εύκολα. Το κενό εξαφανίζεται και η μοναξιά δύει. Στις θωπείες της αγκάλης του Θεού αλλά και τις επιπλήξεις, ο άνθρωπος ισορροπεί και η αγωνία της υπάρξεως παύει.
Είπαν πως ο κάθε άνθρωπος κουβαλά τη μοναξιά του. Ο σαλός έχει μια επικίνδυνη μοναξιά. Ο ασθενής μια εναγώνια μοναξιά. Ο άδικος πλούσιος μια πικρή όσο άσχημη μοναξιά. Μα ο πιστός έχει μια μόνιμη, αγιάτρευτη και κορυφαία μοναξιά: πως θα σωθεί. Συνηθίζουμε να λέμε η μοναξιά του απόβραδου, του πένθους, της ξενιτειάς. Κι ο καθένας την κάθε μια περίπτωση την αντιμετωπίζει κατά πως δύναται. Μα εμείς, μπροστά στο αιώνιο αίνιγμα της υπάρξεως, οι υιοί του Θεού, κατά χάριν και κατά μέθεξιν, οι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, τα φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας, πότε θα τολμήσουμε να ριψοκινδυνεύσουμε ένα αποτίναγμα των ιδεών και των πολλών συζητήσεων και να σταθούμε ενώπιοι ενωπίω με μια απόφαση για μια ριζική της ζωής μας αλλαγή; Μέχρι πότε θα περιστρεφώμεθα, θα περιτριγυρίζουμε περί το θέμα και ποτέ δεν θα εισερχόμεθα εντός; Δεν έχουμε δυστυχώς πολλά περιθώρια. Οι κινήσεις μας είναι συνεχώς παλινδρομικές κι αμφιταλαντευόμενες. Μιλάμε περί Θεού και τον Θεό δεν τον γνωρίζουμε. Τον επιθυμούμε και δεν τον έχουμε. Προχωράμε προς αυτόν και την τελευταία στιγμή βρίσκουμε ένα παραπόρτι κι ολοταχώς του ξεφεύγουμε. Αγαπάμε κακώς, υπέρ του δέοντος τον εαυτό μας. Είμαστε αξιοδάκρυτοι, αδικαιολόγητοι, νωχελείς. Δεν τον αντέχουμε τον Θεό. Τον φοβόμαστε, τον κοροϊδεύουμε, δηλαδή κοροϊδευόμαστε, κι είμαστε πλήρεις ωραίων και πειστικών προφάσεων. Φθάνουμε να αγαπούμε το ψέμα μας, να μη ντρεπόμαστε, ούτε καν να μη το δικαιολογούμε. Όμως κι ο Θεός δεν κουράζεται διακριτικά να μας κυνηγά και να μας θυμίζει την παρουσία του, στους πόνους και τις χαρές μας, στα λάθη και τις νίκες μας.
Είναι αναγκαίο ο πιστός να ξαναρχίσει την οδό του Κυρίου. Ας αφήσει τα πλήθη ν’ αλαλάζουν, μη τον κανακεύουν κι επηρεάζουν οι λόγοι τους. Η οδός του είναι στενή, ανηφορική, μαρτυρική και μοναχική μα σωτήρια, όπως σαφώς το δήλωσε. Πρέπει επιτέλους κάποτε ο πιστός να προσκολληθεί με αγάπη στα απαραίτητα και ουσιαστικά για την προσωπική του ύπαρξη, λησμονώντας αποφασιστικά κι αμετάκλητα τα δευτερεύοντα και περιττά. Ο λόγος της Αποκαλύψεως είναι φοβερός. Τους χλιαρούς θα τους εμέσω, λέει ο Θεός. Το ρήμα που χρησιμοποιεί είναι λίαν δηλωτικό της απέχθειάς του προς τους δίψυχους. Η συντροφιά του ανθρώπου με τον Θεό είναι χαρά για τον πρώτο και η μεγαλύτερη ελευθεροποιός μακαριότητα για τον δεύτερο. Η γνωριμία και συμφιλίωσή μας με τον Θεό δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από αυτή τούεαυτού μας και των αδελφών μας. Αυτά πάνε πάντα αντάμα. Ο φίλος τούΘεού είναι φίλος καλός του εαυτού του και των άλλων, δίχως σε αυτές τις σχέσεις να υπάρχει έπαρση, απομονωτισμός, η ηδονή της αυτολατρείας, η φιλοθεΐα να γίνει φαρισαϊκή και η φιλανθρωπία καθηκοντολογία. Το άνοιγμα αυτό προς τις τρεις πλευρές γίνεται σύμμετρα, ισορροπημένα, με γνώση, ελευθερία κι αγάπη. Η παθολογική αγάπη προς τον εαυτό μας και τους άλλους είναι εμπόδιο των σχέσεών μας με τον Θεό, λέγει ο μεγαλόπνοος αββάς Ησαΐας, διδάσκαλος της ερήμου του 4ου αιώνα.
Ο Κικέρων έλεγε: Μεγάλη πολιτεία, μεγάλη μοναξιά! Τη ρήση του επαναλαμβάνουν αγωνιωδώς μυριάδες στόματα σήμερα. Αυτή η μοναξιά, η βαριεστιμάρα, η χαλαρότητα, η χλιαρότητα, η υποτονικότητα, η βραδύτητα, ησυνεχής μελλοντολογία, δίχως να κάνεις σήμερα τίποτε, η ανικανοποίηση, ο κορεσμός, το αίσθημα φυγής, ο αντιηρωϊσμός, στην ασκητική γραμματεία ονομάζονται ακηδία και μαστίζει αλύπητα και συχνά και κάθε απρόσεκτο μοναχό. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο μέγας αυτός Βυζαντινός Θεολόγος, να πως μιλά γι’ αυτή: Όλες τις δυνάμεις της ψυχής τις σκλαβώνει και μαζί κι αμέσως φουντώνει όλα σχεδόν τα πάθη, γιατί απ’ όλα τα πάθη είναι το πιο βαρύ. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο βαθύς αυτός γνώστης και των λεπτότερων κινήσεων της ψυχής, σε μοναχούς που του ζήτησαν πληροφορίες, τη χαρακτηρίζει με βαρειά λόγια: Είναι χαλάρωση της ψυχής, ξεστράτισμα του νου, αμέλεια της ασκήσεως, μίσος του μονασμού, κοσμικών μακαρίστρια, ασέβεια του Θεού, λησμονιά της προσευχής. Ο Ευάγριος αναφέρει πως η ανυπόφορη αυτή ψυχική κατάσταση κάνει το θύμα της να μη ξέρει τι να κάνει, να βλέπει να μην περνά η ώρα, πότε θα έρθει η ώρα του φαγητού, που αργεί. Ο Αντίοχος, που έζησε τον 7ο αιώνα, γίνεται πιο παραστατικός και ακριβής: Η κατάσταση αυτή σου φέρνει αγωνία, απέχθεια για τον τόπο που μένεις, αλλά και προς τους αδελφούς σου και για κάθε εργασία και γι’ αυτή την Αγία Γραφή αηδία και συνεχή χασμουρητά. Ακόμη σε κάνει να πεινάς και να στριφογυρίζεις, πότε θα ’ρθει η ώρα του φαγητού. Και αφού αποφασίσεις να πάρεις ένα βιβλίο, να διαβάσεις λίγο, το παρατάς, κι αρχίζεις να ξύνεσαι και να κυττάς απ’ τα παράθυρα και πάλι λίγο διαβάζεις, μετά, μετράς τις σελίδες και βλέπεις τους τίτλους των κεφαλαίων. Τέλος παρατάς το βιβλίο και κοιμάσαι, και αφού λίγο κοιμηθείς πάλι σηκώνεσαι. Κι αυτά όλα τα κάνεις για να περνά η ώρα… Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει πως είναι πολύ βαρύς και σκληρός αυτός ο πόλεμος για τους μοναχούς. Και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης λέει πως το πάθος αυτό μπορεί να σε πάει στον βυθό του άδη.
Ο πατερικός Ντοστογιέφσκυ δίδοντας μια λύση βάζει στα χείλη του στάρετς Ζωσιμά να μας πει πως πρέπει να καταστήσουμε τους εαυτούς μας υπεύθυνους για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Η αίσθηση αυτή για τη σωτηρία μας μέσω των άλλων μας δίνει να καταλάβουμε πως η αγάπη δεν εξαντλείται μόνο να δίνει το καλό, αλλά να κάνει δικές της τις αγωνίες και τους πόνους των άλλων. Οι μοναχοί καθημερινώς προσεύχονται υπέρ της σωτηρίας παντός του κόσμου. Πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού είμαστε όλοι δικοί του, είμαστε αδέλφια, παιδιά του. Η μοναξιά καταργείται εν Θεώ. Είμαστε όλοι «αλλήλων μέλη» κατά τον Απόστολο Παύλο. Έτσι οι αμαρτίες και οι αρετές μας έχουν επίδραση και στους άλλους, αφού όπως είπαμε, είμαστε μέλη ενός σώματος. Η ακηδία γίνεται αφορμή εντονώτερης προσευχής, οι δυσκολίες ευκαιρία ωριμάνσεως και προόδου πνευματικής.
Με την ελπίδα πως δεν γινόμαστε κουραστικοί θα επαναλάβουμε πώς ηφυγή εκ του κόσμου, εντός η εκτός αυτού που τόσο έχει κατηγορηθεί ως λιποταξία, είναι πράξη γενναία και απαραίτητη, πράξη αντιστάσεως στον ισοπεδωτισμό που σαρώνει τα πάντα. Μέσα την αγία ησυχία βρίσκοντας οάνθρωπος την αυθεντικότητά του, την ωραιότητα της μοναδικότητας τούπροσώπου του ξεχωρίζει από την εκφυλισμένη μάζα. Κονταροχτυπημένος από τον Θεό επανέρχεται στα κοινά ζωηρότερος και δυνατώτερος για δημιουργία και ολοκάρδια προσφορά.
Είπε ο αββάς Αλώνιος: Αν δεν πει στην καρδιά του ο άνθρωπος ότι εγώ μόνος και ο Θεός είμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν θα βρει ποτέ ανάπαυση. Οάγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει πως η ησυχία στη μοναξιά δεν είναι μικρή διδασκαλία αρετής. Και αλλού σημειώνει ο χρυσορρήμων ποταμός: Όπου κι αν είσαι, μπορείς να στήσεις τον βωμό σου. Μόνο καθαρή προαίρεση να δείξεις και ούτε ο τόπος σ’ εμποδίζει, ούτε ο καιρός και χωρίς να γονατίσεις και χωρίς το στήθος σου να κτυπήσεις και τα χέρια σου στον ουρανό να υψώσεις, τη διάνοιά σου μόνο να έχεις θερμή και τότε είσαι όλος απηρτισμένος. Δεν ενοχλείται από τον τόπο ο Θεός, ένα μόνο ζητά διάνοια θερμή και ψυχή που επιθυμεί τη σωφροσύνη. Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος στις πνευματικές του ομιλίες γίνεται πιο στοργικός: Κι αν πτωχεύσεις από πνευματικά αγαθά, λύπη και πόνο συνεχή να έχεις, γιατί είσαι έξω από τη βασιλεία Του και σαν τραυματισμένος φώναζε στον Κύριο και ζήτα Του για ν’ αξιωθείς και συ της αληθινής ζωής. Παρακάτω σημειώνει: Κλαίει ο Θεός και οι άγιοι άγγελοι τις ψυχές που δεν χορταίνουν με ουράνια τροφή. Και συνεχίζει με τ’ αξιοσημείωτα και αξιομνημόνευτα: Όλα είναι πολύ εύκολα σ’ αυτούς που θέλουν να μεταμορφωθούν ψυχικά, μόνο ν’ αγωνίζεται κανείς να γίνει φίλος και ευάρεστος στον Θεό και θα λάβει πείρα και αίσθηση των ουρανίων αγαθών και μακαριότητα ανέκφραστη και αληθινά μεγάλο θείο πλούτο.
Άγευστος ο ομιλών τελείως των πνευματικών αυτών καταστάσεων θα έπρεπε μάλλον να σιωπά και να εργάζεται στη φίλη έρημο το ξερίζωμα των παθών. Ο ομιλητής όμως θέλει ν’ αναφέρεται σε ανθρώπους που είδε κι άκουσε, κατοίκους της ιεράς αθωνικής χερσονήσου, των ήρεμων πλαγιών των πενιχρών καλυβών, των ταπεινών κελλίων, όπου ζουν τα μυστήρια του Θεού. Μοναχοί χαρισματούχοι και ουρανότρωτοι, χριστοφόροι και θεοφιλείς, λάτρεις της ησυχίας, της μονώσεως, εργάτες βροντεροί της σιωπής, μόνοι μα δίχως μοναξιά, που στη μοναξιά τους θυμούνται τις μοναξιές όλου του κόσμου και τις ώρες που ακούσια άλλοι πάσχουν από αϋπνίες κι άλλοι ξαγρυπνούν ανούσια, ανέστιοι και ανέραστοι, σε τόπους ξένους, αυτοί εκούσια αγρυπνούν προσευχόμενοι, υπέρ υγείας, σωτηρίας, ελέους και θείας βοηθείας σύμπαντος του κόσμου.
Ο περιβόητος ασκητής του Άθω Χατζη-Γεωργης, στο θαυμάσιο βιβλίο ενός σύγχρονου ερημίτου, που πρόσφατα κυκλοφόρησε, αναφέρεται ως πιστός φίλος της ησυχίας των σπηλαίων, της ερήμου, φιλότιμος αγωνιστής, μεγάλος νηστευτής, όπου την ανάπαυση έβρισκε στην αγρυπνία, την προσευχή και τη μόνωση. Η έρημος δεν τον αγρίεψε μα τον ομόρφυνε πιο πολύ. Γράφει ο σεβαστός βιογράφος του: Ο Χατζη-Γεωργης είχε πολλή αγάπη για όλους, άδολη. Ήταν πάντοτε ειρηνικός, ανεξίκακος και συγχωρούσε. Είχε μεγάλη καρδιά, γι’ αυτό όλα και όλους τους χωρούσε, όπως ήταν. Είχε εξαϋλωθή κατά κάποιον τρόπο. Ζώντας την αγγελική ζωή, έγινε Άγγελος και πέταξε στους Ουρανούς, διότι δεν κρατούσε τίποτε, ούτε ψυχικά πάθη ούτε υλικά πράγματα. Όλα τα πετούσε, γι’ αυτό και πέταξε ψηλά.
Ο Κατουνακιώτης ησυχαστής Γέροντας Γεράσιμος έκαμε 17 έτη –σημειώνει συνασκητής του– εις την κορυφή του Προφήτου Ηλιού παλεύων με δαίμονας και κεραυνιζόμενος από τους καιρούς, έμεινε άσειστος στύλος υπομονής. Είχε τα δάκρυα συνεχή. Γλυκαινόμενος με τη μελέτη του Ιησού εξετέλεσε τον αμέριμνον και ησύχιον βίον του.
Ο επίσης Κατουνακιώτης ησυχαστής Καλλίνικος αγάπησε τον πόνο, τον κόπο και την ησυχία υπέρμετρα. Νιβόταν με τον ιδρώτα και τα δάκρυά του. Τα τελευταία 45 έτη της ζωής του τα έζησε έγκλειστος προσευχόμενος αδιαλείπτως. Το πρόσωπό του έφθανε να λάμπει σαν του Μωυσή κατερχόμενου από το Σινά.
Καθώς επίσης ο πνευματικός Ιγνάτιος, όπου έκλεινε τα παντζούρια του κελλιού του για να μην βλέπει τον ερχομό της ημέρας και να συνεχίζει την προσευχή του. Τον κάθε επισκέπτη του τον παρακαλούσε λέγοντας: Αγάπησε τον Θεό που σε αγάπησε. Λησμονούσε να πλυθεί, να χτενιστεί, να φάει και το κομποσχοίνι δεν το άφηνε. Σαν έχασε το φως του έγινε πιο φωτεινός. Ευωδίαζε εν ζωή, ευωδίασε και μετά την κοίμησή του. Ο ονομαστός Μικραγιαννανίτης παπα-Σάββας ο Πνευματικός τη δύναμή του αντλούσε από τις καθημερινές ένδακρεις θείες λειτουργίες του, όπου μνημόνευε επί τρεις ώρες χιλιάδες ονόματα και από τις ολονύκτιες στάσεις του.
Αυτή είναι η κοινωνία της ερήμου σιωπηλή, προσευχομένη, γαληνιώσα, μακαρία. Δεν προσπαθήσαμε να ωραιοποιήσουμε ιδανικές καταστάσεις εξαιρέσεων. Αυτή είναι η ζωή της ερήμου. Βεβαίως εάν ένας μοναχός δεν έχει μια έντονη πνευματική ζωή και μια συνεχή εγρήγορση θα περιπέσει σε μύριους πειρασμούς, η ακηδία θα τον οδηγήσει στην απομόνωση και τότε θα γίνει περίγελως αγγέλων και δαιμόνων, κτηνώδης και θηριώδης, χειρότερος του χειροτέρου κοσμικού και η ερημία της ερήμου αβάσταχτη.
Οι πόλεις γίνονται όλο και πιο έρημες και θα γίνονται κι οι έρημοι θα πολίζονται και κανείς αμετανόητος δεν θα δύναται να εμποδίζει τη μετάνοια των θελόντων, την ικεσία των πιστών, τη δέηση των πενήτων. Ουδείς δύναται να εμποδίζει τον κάθε ελεύθερο ν’ αυτοφυλακίζεται, να αυτοεξορίζεται, να ζει το μυστήριο του ζώντος Θεού, το θαύμα μέσα στο μαρτύριο και την ταπείνωση, εκεί όπου πάντα ανθεί το ορθόδοξο βίωμα. Εντός της σιγής, της σιωπής και της προσδοκίας, ζωντας την υπέρβαση του χριστιανισμού, που έγκειται, όχι στην εξαφάνιση του κακού, αλλά στην τίμια παραδοχή του εαυτού μας και των άλλων, βιώνοντας την πενία του πλούτου, τον πλούτο της πενίας, την υγεία της ασθένειας, την ευλογία της δοκιμασίας, τη δύναμη της αδυναμίας, τη χαρά της υπομονής, τη νίκη της ήττας, την τιμή της αδοξίας, την ελευθερία του εγκλεισμού, τη μεγαλειότητα της σμίκρυνσης, την αντίσταση στον θάνατο, την Ενανθρώπηση του Θεού, τη θέωση του ανθρώπου. Και τούτα κανείς ας αναμένει όχι από την εξουσία των αρχών του κόσμου, αλλά από την εξουσία επί του εαυτού μας, και τη δημιουργία υγιών και φωτεινών μικρών εστιών, που ονομάζονται εκκλησία, κελλί, εργαστήρι, γραφείο, αίθουσα, δωμάτιο. Έτσι η ερημία των πόλεων θα συνεχίζει να υπάρχει, αλλά δεν θα περνά στην καρδιά.Έτσι αλλάζει ο κόσμος. Έσωθεν και όχι έξωθεν και άνωθεν. Μη θεωρείται μεγάλος ο ιεραπόστολος της Αφρικής και ο κάθε εφευρέτης. Μέγας είναι ο μικρός που υπομένει την παραφροσύνη, την αδικία, τον κατατρεγμό, τον πόνο του πλησίον και τον δικό του. Μεγαλύτερος είναι, κατά τόν αββά Ισαάκ, αυτός που γνώρισε και νίκησε τα πάθη του από αυτόν που ανασταίνει νεκρούς.
Όλοι όσοι αναζητούν τη λύτρωση από το άγχος, τη θλίψη, το κενό καί τη μοναξιά καλούνται απροφάσιστα να κλείσουν μια συνάντηση, ένα ραντεβού, αν θέλετε, επιτέλους, με τόν εαυτό τους, ένα ραντεβού οπωσδήποτε με τον Θεό και τότε ας θυμηθούν και την ελαχιστότητά μας, που προσπάθησε να μη σας κουράσει μα να που δυστυχώς, φαίνεται, δεν τα κατάφερε. Αδαής πολύ υπάρχων μετέβαλε ο ομιλητής το βήμα σε άμβωνα και μάλιστα ενώπιον φωτισμένων και διακεκριμένων προσώπων.
(«Η κοινωνία τής ερήμου και η ερημία τών πόλεων» Το πρώτο κεφάλαιο από το ομώνυμο ΠΡΩΤΟ βιβλίο, του μακαριστού μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Εκδόσεις«Τήνος», Αθήναι 1987)
(Πηγή ηλ. κειμένου: christianvivliografia.wordpress.com)
http://www.alopsis.gr/alopsis/erhmia.htm

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Για τις δοκιμασίες της ζωής

deomenos2
Ο μεγάλος καθηγητής της ασκητικής ζωής άγιος Ισαάκ ο Σύρος, βαθύς γνώστης του θελήματος του Θεού και έμπειρος πρακτικός διδάσκαλος της ορθόδοξης Θεολογίας, διατύπωσε τούτο το απαύγασμα της προσωπικής του εμπειρίας: «Οι δοκιμασίες είναι η τιμή που δέχεται η ψυχή παρά της μεγαλειότητος του Θεού».
Στο βίο του αγίου Αμβροσίου, Επισκόπου Μεδιολάνων, αναφέρεται τούτο το περιστατικό:
Κάποτε, όταν ο Άγιος βρισκόταν σε ποιμαντική περιοδεία στην επαρχία του, φιλοξενήθηκε με τη συνοδεία του στο αρχοντικό κάποιου επιφανούς χριστιανού. Συζητώντας μαζί του, ο Άγιος πληροφορήθηκε από τον ίδιο ότι όλα γύρω από τη ζωή του κυλούσαν θαυμάσια, οι δουλειές του πήγαιναν υπέροχα, η υγεία όλων των μελών της οικογενείας του ποτέ δεν δοκιμάστηκε, ποτέ δεν αντιμετώπισε θλίψεις, δυσκολίες και προβλήματα. Τότε ο Άγιος, απευθυνόμενος στη συνοδεία του, είπε: «πάμε να φύγουμε απ’ εδώ αμέσως. Αυτό το σπίτι δεν το επισκέφθηκε ποτέ ο Θεός».
Πραγματικά, μόλις ο άγιος αναχώρησε, το σπίτι εκείνο το κατάπιε η γη.
Το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου μας προειδοποίησε ότι στον κόσμο αυτό θα έχουμε θλίψεις, πειρασμούς και δοκιμασίες. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Κι ακόμη μας κάλεσε, προκειμένου να Τον ακολουθήσουμε, να σηκώσουμε σταυρό. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι».
Επισημαίνοντας τα πιο πάνω θέλω να πω ότι ο πόνος, οι θλίψεις και τα βάσανα, όσο και να μας είναι ανεπιθύμητα, είναι σύμφυτα στη ζωή κάθε χριστιανού και αποτελούν σταθερό συνοδοιπόρο σε κάθε μας βήμα. Από τότε που στη ζωή μας εισήλθε η αμαρτία, σαν παρεπόμενο αυτής εισήλθαν και όλα τα ανεπιθύμητα, με αποκορύφωμα το θάνατο. Γι’ αυτό και θάταν εντελώς εξωπραγματικό να ζητάμε να μην τύχουν στη δική μας ζωή κάτι τέτοια γεγονότα. Αντίθετα, σοφώτερο θα ήταν να ζητάμε από το Θεό τη δύναμη να αντέχουμε και να ξεπερνούμε τα γεγονότα αυτά.
Οι θλίψεις, οι δοκιμασίες και τα βάσανα είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Θεός για να ωριμάσει ο άνθρωπος. Όλα τα οδυνηρά που επιτρέπει στη ζωή μας ο Θεός είναι φάρμακα που θεραπεύουν την ασθενούσα φύση του ανθρώπου. Το καμίνι του πόνου, των δοκιμασιών και των θλίψεων είναι το εργαστήρι όπου ο Θεός κατεργάζεται την τελειοποίηση του χριστιανού. Αν το ψωμί που μπαίνει στο φούρνο είχε φωνή, θα διαμαρτυρόταν και θα έλεγε πως δεν αντέχει τη φωτιά του φούρνου.
Όμως αυτό το ψήσιμο είναι που κάμνει το ψωμί κατάλληλο για βρώση. Αν δεν έμπαινε στο φούρνο θα γέμιζε σκουλήκια, θα ήταν άχρηστο. Τα φρούτα πάνω στα δένδρα, που τα ψήνει ο καλοκαιρινός ήλιος, αν είχαν στόμα θα διαμαρτύρονταν και θα έλεγαν πως δεν αντέχουν άλλο τις καφτερές ακτίνες του ήλιου. Με την ακτινοβολία, όμως, που δέχονται από τον ήλιο ωριμάζουν, αποκτούν άρωμα, χρώμα. γεύση και ουσία. Διαφορετικά θα ήταν άγευστα, ανούσια και άχρηστα.
Κατά τρόπο ανάλογο, στο καμίνι του πόνου ο άνθρωπος αποκτά ωριμότητα, ουσία, περιεχόμενο. Καθαίρεται από πάθη, ταπεινώνεται, μαθαίνει να συμπάσχει, αποκτά γνησιότητα και αυθεντικότητα. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το χρυσάφι. Μετά που θα δοκιμαστεί και καθαρθεί στο χωνευτήρι, τότε αποβαίνει το πιο πολύτιμο μέταλλο.
Όσο πληθαίνουν οι δοκιμασίες, όσο κτυπιέται η ψυχή στο αμόνι του πόνου, τόσο εύθετη γίνεται για τη Βασιλεία των ουρανών και με ευφρόσυνο δειλινό χαμόγελο αναμένει το ολόλαμπρο πρωινό της Αναστάσεως που ορθρίζει πίσω από κάθε σταυρό. Μη ξεχνούμε ότι και η Παναγία μας στην επίγεια ζωή Της δοκίμασε το πιο πικρό ποτήρι, όπως ακριβώς Της το προφήτεψε ο δίκαιος Συμεών, όταν δέχτηκε στην αγκαλιά του τον τεσσαρακονθήμερο Χριστό. Προορώντας ο Προφήτης την Σταύρωση του Υιού και Θεού Της, προανήγγειλλε στην Παναγία ότι δίστομη ρομφαία θα ξεσχίσει τη μητρική Της καρδιά. Αυτή τη δίστομη ρομφαία που δοκίμασε η Παναγία μας, επέτρεψε ο Θεός και πολλοί άλλοι Άγιοί Του να την δοκιμάσουν. Γιατί η ρομφαία και ο σταυρός, ο πόνος και η οδύνη, είναι τα δώρα του Θεού προς τους εκλεκτούς του.
Κάποτε μια γριούλα, που είχε πρόβλημα με τα πόδια της, παρακαλούσε στην προσευχή της το Χριστό να μη χειροτερέψει η κατάστασή της, για να μπορεί να εκκλησιάζεται. Αντί τούτου, επέτρεψε ο Θεός και γλύστρησε κι έσπασε το πόδι της. Τώρα ακινητοποιήθηκε η γριούλα στο κρεββάτι. Και λέει στην προσευχή της: «Χριστούλη μου, τι Σου ζήτησα, και τι μου έδωσες!» Και λαμβάνει τότε την απάντηση: «Είδες τι προσφέρω σ’ αυτούς που με αγαπούν!» Και του άπαντα η γριούλα: «Γι’ αυτό και σε αγαπούν τόσο λίγοι!»
Πολλές φορές κάνουμε το λάθος να νομίζουμε ότι μπορούμε να αποφύγουμε στη ζωή μας όλα τα δυσάρεστα, καλοπιάνοντας το Θεό. Προσφέροντας ελεημοσύνες ή εκτελώντας κάποιες εντολές, δημιουργούμε μέσα μας την ψευδαίσθηση ότι έχουμε υποχρεωμένο το Θεό, ότι πρέπει κι Αυτός να φροντίσει να μας έρχονται όλα καλά και βολικά. Βέβαια, μια τέτοια αντίληψη είναι εντελώς λανθασμένη, εντελώς αβάσιμη, κάθε άλλο παρά χριστιανική. Μέσα στο Ευαγγέλιο λέει ρητά, ότι έχουμε χρέος και καθήκον να ζούμε με συνέπεια τη χριστιανική ζωή, χωρίς να διεκδικούμε καμιά αμοιβή και κανένα αντάλλαγμα. Τόσο η συμμόρφωσή μας προς όσα το Ευαγγέλιο ζητά, όσο και η υπομονή στις θλίψεις και τις δυσκολίες της ζωής, αποτελούν τη σφραγίδα της γνησιότητάς μας.
Πολλές φορές συμβαίνει να λυγίζουμε μπροστά στον πόνο, γιατί νομίζουμε ότι είμαστε οι μόνοι που σηκώνουμε τόσο βαρύ σταυρό. Κάτι τέτοιες σκέψεις καθόλου δεν βοηθούν. Αντίθετα, συνειδητοποιώντας ότι και άλλοι σαν κι εμάς σήκωσαν και σηκώνουν τον ίδιο σταυρό, αυτό μας δίνει κουράγιο και δύναμη. Για το λόγο αυτό, αναδηφώντας τους βίους των Αγίων, συγκέντρωσα εδώ κάποιες περιπτώσεις όπου διάφοροι Άγιοι σήκωσαν τον ίδιο σταυρό. Είδαν τα βλαστάρια τους να πεθαίνουν, νεκροφίλησαν τα σπλάχνα τους, θρήνησαν πάνω σε νιόσκαφτους τάφους. Ως άνθρωποι πόνεσαν, δάκρυσαν, έκλαψαν. Όμως, πέραν του ανθρώπινου συναισθηματισμού, αντιμετώπισαν το θάνατο και με το φακό της πίστεως, της ελπίδας, της ανάστασης, όπως αρμόζει σε χριστιανούς.
Αυτή την αντιμετώπιση του θανάτου από μέρους αγίων προσώπων, όπως καταγράφηκε στους βίους και στα συναξάρια των Αγίων, θέλησα να προβάλω στο βιβλίο μου αυτό. Οι λόγοι είναι προφανείς. Πρώτα, για να δώσω το μήνυμα ότι ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου δεν είναι τιμωρητική ενέργεια του Θεού, αλλά επίσκεψη του Θεού στη ζωή μας. Και, προχωρώντας, να δώσω το μήνυμα ότι δεν μπορούμε να έχουμε παράπονο από το Θεό. Μέσα στον πόνο μας οφείλουμε να ανοίξουμε τα μάτια της ψυχής μας, και τότε θα δούμε ότι αυτό το θλιβερό που μας συνέβη, όσο πικρό κι ανεπιθύμητο κι αν είναι, δεν παύει να αποτελεί μια έκφραση της αγάπης του Θεού σε μας. Πριν από μας, αποδέκτες αυτής της αγάπης του Θεού ήσαν, κυρίως, οι Άγιοι του Θεού.
Οι θλίψεις, οι δοκιμασίες και τα βάσανα είναι η οδός των Αγίων. Όλοι οι Άγιοι, προκειμένου να εισέλθουν στη δόξα του Θεού, στη ζωή τους βάδισαν τη στενή και τεθλιμένη οδό. Είτε ο Θεός επέτρεψε πειρασμούς και δοκιμασίες στη ζωή τους κι έδωσαν την καλή μαρτυρία της υπομονής και της υποταγής στο θείο θέλημα, είτε εκούσια οι ίδιοι, με απάρνηση των τερπνών και ευχάριστων της ζωής αυτής, υποτάγησαν στο εκούσιο μαρτύριο της ασκητικής ζωής. Και στις δυο περιπτώσεις, αντάλλαξαν τις ηδονές της παρούσας ζωής με οδύνη πρόσκαιρη, για να απολαύσουν τις αιώνιες και ανεκλάλητες χαρές της Βασιλείας του Θεού. Εξ άλλου αυτή την οδό του μαρτυρίου βάδισε πρώτος ο Κύριος, όταν αίροντας το Σταυρό Του ανέβηκε στον κρανίου τόπο.
Αυτή η πρωτοπορεία του Χριστού στο δρόμο του Γολγοθά πρέπει να είναι πάντοτε εναργής στη μνήμη μας. Για να θυμούμαστε ότι στις δύσκολες ώρες του πόνου έχουμε συμπαραστάτη, συνοδοιπόρο, συμμέτοχο και κοινωνό της δικής μας δυσκολίας τον ίδιο το Θεάνθρωπο Χριστό. Στο Ευαγγέλιο πουθενά δεν αναφέρεται να έχει γελάσει ο Ιησούς. Εδάκρυσε, όμως, όταν πλησίασε τον τάφο του φίλου Του Λαζάρου. Αυτό το δάκρυ του Ιησού λέει, νομίζω, πολλά. Βέβαια η ευαισθησία του Ιησού μπροστά στον πόνο που προκαλεί ο θάνατος δεν τελείωσε με ένα δάκρυ. Γιατί ο Κύριος προχώρησε και στην ανάσταση του Λαζάρου. Όπως ανέστησε και την κόρη του Ιαείρου. Όπως ανέστησε και το γυιό της χήρας στη Ναΐν. Όπως, με τη δική του τριήμερη Ανάσταση νίκησε το θάνατο, γενώμενος πρόδρομος και της δικής μας αναστάσεως· και της ανάστασης των δικών μας προσφιλών κεκοιμημένων. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παραμυθία για μας.
Πρωτ. Π. Ευέλθων Χαραλάμπους
Ο Χαρισματούχος και αναστάσιμος καλός ποιμένας της Εκκλησίας
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλης»


Πηγή: askitikon.eu

Θεμέλιο της πνευματικής μας ζωής είναι η ταπείνωση…

208983_293826190716792_276386157_n
«Θεμέλιο της πνευματικής μας ζωής είναι η ταπείνωση. Όσα κι αν κτίσεις και ελεημοσύνη και προσευχές και νηστείες και οποιαδήποτε άλλη αρετή, αν δε βάλεις πρώτα ως θεμέλιο αυτή, ματαιοπονείς και όλα όσα χτίζεις θα γκρεμιστούν εύκολα, όπως έπεσε το σπίτι εκείνο, που είχε οικοδομηθεί στην άμμο. Δεν υπάρχει κανένα, μα κανένα από τα κατορθώματά μας, που δεν έχει ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη, για να μπορέσει να σταθεί.
Ποιό θέλεις να αναφέρουμε; Τη σωφροσύνη, την περιφρόνηση των χρημάτων, το καθετί, όλα αποδεικνύονται ακάθαρτα και θεομίσητα και αηδή χωρίς ταπείνωση. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να την έχουμε πάντοτε μαζί μας και στα λόγια μας και στα έργα μας και στις σκέψεις μας και πάνω στην ταπείνωση να χτίζουμε όλη μας τη ζωή».
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
http://agiameteora.net


Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Η σημασία τού Ησυχασμού

Ἀπό τό βιβλίο: Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ὁ σύγχρονος μηδενισμός, Ἐκδόσεις Ἁρμός

Ὁ Ἰωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός ὡς αὐτοκράτωρ καί ὡς μοναχός

Συνεκτικός ἱστός ὄχι μόνο τοῦ Βυζαντίου, ὡς πολυεθνικοῦ σχήματος, ἀλλά καί τῶν ἐπιμέρους ἐθνικῶν συνιστωσῶν του ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη.

Τό συνάγουμε καί ἀπό τίς ἑξῆς δύο θεμελιώδεις διαπιστώσεις: α) Ὅτι ὁ Ἡσυχασμός ἀποδείχθηκε ἐθνικό σωσίβιο ἀνθεκτικότατο ὄχι μόνο γιά τούς Ἕλληνες ἀλλά καί γιά τούς Σλάβους.(1) β) Ὅτι ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση ὑπῆρξε τελείως οὐτοπική. (2) Ἄς ὑπενθυμίσουμε, ἐπιπροσθέτως, ὅτι ὁ ἀποκλεισμός μιᾶς τρίτης λύσης -οὔτε παπική Τιάρα οὔτε τουρκικό Σαρίκι- εἶχε τελεσιδικίσει στά πεδία τῶν μαχῶν.

Ἡ μόνη «ἀναγέννηση» πού τελεσφόρησε ἦταν ἡ ἡσυχαστική. Χάρη στό ἡσυχαστικό κίνημα ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε νά ἀποσυνδεθεῖ ἀπό τούς δύο ἄλλους πόλους τῆς βυζαντινῆς «τρόικας» (τό Θρόνο καί τή Σχολή) καί νά ἀποφύγει τήν σύν-κατάρρευση. Ἀναγνωρίζοντας ὡς φορέα τῆς
θρησκευτικῆς αὐθεντίας τόν ταπεινό ἀσκητή (καί ὄχι τόν μεγαλόσχημο θρησκευτικό ἀξιωματοῦχο), ὁ Ἡσυχασμός ἐπέτρεψε στήν Ἐκκλησία νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς καθεστωτικές δουλεῖες της καί νά ξαναβρεῖ τόν αὐτοθυσιαστικό ἑαυτό της. Ἔδωσε ἔτσι τή δυνατότητα στόν Ἑλληνισμό νά ἀναδιπλωθεῖ στήν προσωποκεντρική αὐθεντικότητα τῆς Πίστης του καί νά ἐνεργοποιήσει, μέσω αὐτῆς, τήν οἰκουμενική του λειτουργικότητα, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νά ἐξαρθρώνεται καί στό πνευματικό ἐπίπεδο. Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἡσυχαστικῆς ἀναγέννησης, ἐπιβεβαιώνοντας τή μοναδικότητα τῆς στρατηγικῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀναδεικνύει τήν κατανόηση τῆς ἱστορικῆς σημασίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ σέ σημεῖο-κλειδί γιά τήν ὑπέρβαση τῶν ἀγκυλωτικῶν νεωτερικῶν ἀναγνώσεων τῆς ἱστορίας τοῦ νεότερου Ἑλληνισμοῦ.(3)

Σύμφωνα μέ μία ἀξιοσημείωτη κρίση τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, ἄλλη θά ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς σχέσης «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας», ἄν τό ἱστορικό περιβάλλον δέν εἶχε διαμορφωθεῖ τόσο ἀντίξοο ἀπό πολιτική ἄποψη. Θά ἀποφευγόταν τουλάχιστον ἡ ἀδυναμία εἰρηνικῆς συνύπαρξης Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας. (4) Ἡ ἱστορία τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ' Καντακουζηνοῦ (1341-1354) (5) προτείνεται, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ὡς ἀφετηρία γόνιμου προβληματισμοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ συνέπεσαν καί οἱ τρεῖς πόλοι τῆς κατά τόν Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815-1881) βυζαντινῆς «τριαρχίας»: ὁ ἀκαταπόνητος πολεμιστής βασιλιάς, ὁ ἐπιφανής ἕλλην λόγιος καί ὁ ἡσυχαστής μονάχος (Ἰωάσαφ). Ἡ μορφή τοῦ καβαφικοῦ «Κύρ Γιάννη» εἶναι ἰδιαζόντως τραγική, γιατί ἡ ἑνότητα τῶν τριῶν πόλων πού κατόρθωσε νά ἐνσαρκώσει στό πρόσωπό του εἶχε ἤδη καταστραφεῖ στό ἱστορικό πεδίο. Τονίζω τήν ἀνάγκη μελέτης τῆς τριπολικῆς σχέσης Λόγου, Πίστης καί Πολιτικῆς, ἐπειδή δέν εἶναι ἄσχετη μέ τήν κατοπινή σχιζοείδεια τῆς ταυτότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.(6)

Ἐπανερχόμενος στό θέμα τῆς «ἀναγέννησης», ὀφείλω νά ἐπισημάνω ὅτι, γιά νά ἔχουμε ἀξιόπιστη εἰκόνα, πρέπει νά δοῦμε καί τί εἴδους «ἀναγέννηση» ἔλαβε χώρα (ἄν ἔλαβε) στούς δύο ἄλλους πόλους τοῦ βυζαντινοῦ συστήματος: τόν βασιλικό θεσμό καί τήν ἑλληνική λογιοσύνη. Ποιές ἦταν ἐκεῖ οἱ «ἀναγεννητικές» ἀπόπειρες, ποιό χαρακτήρα εἶχαν καί γιατί δέν τελεσφόρησαν; Ἄς ὑποθέσουμε, γιά τήν οἰκονομία τῆς συζήτησης, ὅτι, ἄν ὑπῆρχαν «ἀναγεννήσεις», ὁμόλογες τῆς ἡσυχαστικῆς, καί στίς δύο ἄλλες συνιστῶσες τοῦ βυζαντινοῦ σχήματος καί ἐπιτύγχαναν, ἴσως κατόρθωνε τό Βυζάντιο νά ἀποφύγει τήν κατάρρευση.

Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρέπει νά διατυπώσω τήν ἀπορία μου: Γιατί οἱ νεωτερικοί νόες μας, οἱ κατά τά ἄλλα τομώτατοι, ἀρνοῦνται πεισματικά νά ἀναγνωρίσουν τήν «ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ἐκεῖ ὅπου ὄντως ὑπῆρξε καί χάρη στήν ὁποία ὄντως ἐπιβίωσε ὁ Ἑλληνισμός, δηλαδή τήν ἡσυχαστική ἀναγέννηση; Γιατί ἡ μεταξύ τους κρατοῦσα ἄποψη εἶναι, ἀντιθέτως, ὅτι «φταίει ὁ ἡσυχασμός», ποὺ δέν μπόρεσαν οἱ ἄλλες «ἀναγεννήσεις» νά ἐπιτύχουν τήν ἀποτροπή τῆς κατάρρευσης;


-----------------------------------

1. Γιά τόν μή ἐνημερωμένο ἀναγνώστη σημειώνω ὅτι ἡ λεγόμενη «ἡσυχαστική ἔριδα» ξεκίνησε ἀπό τήν ἐπίθεση τοῦ «ἑλληνίζοντος» μονάχου Βαρλαάμ ἀπό τήν Καλαβρία ἐναντίον τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί διαίρεσε τό Βυζάντιο σέ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα. Τήν ὑπεράσπιση τῶν «ἱερῶς ἡσυχαζόντων» ἀνέλαβε ὁ μοναχός Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ κατοπινός ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καί Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ διαμάχη συμπεριέλαβε ὅλα τά μεγάλα πνευματικά ζητήματα, μέ ἄξονα τή θεολογία τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, βάσει τῆς ὁποίας κατοχυρώνεται στό πεδίο τῆς Πίστης ἡ μετοχή τοῦ προσώπου στήν ἀπόλυτη ἐλευθερία. Μέ τή θεολογία τῶν Ἐνεργειῶν ὁ Ἡσυχασμός ἐπαναβεβαίωσε τήν πίστη στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὄρθωσε ἔτσι ἀποτελεσματικό φράγμα στήν ἀνελεύθερη δυτική καί ἀνατολική πνευματικότητα, σώζοντας τήν ἑλληνικότητα στό πεδίο ὁρισμοῦ της: τό πνευματικό-ψυχικό.

2. Ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση προσέλαβε καί τυπικά ἐθνοκρατικά χαρακτηριστικά ἀπευθυνόμενη στό βασιλιά Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (1391-1425) ἀπό τόν Πλήθωνα-Γεμιστό (1355-1452), τό μέντορα τῆς «ἀναγέννησης» τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στήν Ἰταλία. Ὡς πλατφόρμα ἐθνοκρατικῆς «ἀναγέννησης» τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ πρότασή του κρίνεται ἐντελῶς ἐξωπραγματική.

3. Μία μνημοτεχνική κωδικοποίηση τοῦ «ἡσυχαστικοῦ» διχασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Παλαμικοί/Ἀντιπαλαμικοί. Καντακουζηνικοί/Παλαιολογικοί. Ἀντιουμανιστές/Οὑμανιστές. Συντηρητικοί/Κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Ἀντιλατίνοι/Λατινόφρονες. (Hans George Beck, Ἡ Βυζαντινή χιλιετία, σ. 338, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ἔκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1990.)

4. Ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς εἶναι ἀπό τούς ἐλάχιστους νεωτερικούς στοχαστές μας πού ἀντιλαμβάνεται τόν κρίσιμο ρόλο τοῦ Ἡσυχασμοῦ γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἐπιπλέον, διαπραγματεύεται τή σχέση «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας» μέ τέτοια ἐπάρκεια, πού ἐκπλήσσει ἀκόμα καί τόν ἐναυρυνόμενο ὡς «εἰδικό» στό θέμα Μητροπολίτη Ναυπάκτου (βλ. βιβλιοκριτική του στό: http ://www.alopsis.gr).

5. Γιά τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, βλ. Donald Μ. Nicol, Ἰωάννης Καντακουζηνός, Ὁ ἀπρόθυμος αὐτοκράτορας, μτφρ. Κατερίνα Χαλμάκου, ἔκδ. Γκοβόστης, Ἀθήνα 2008.

6. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς χαρακτήρισε τό 1354, χρονιά πού ὁ Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε τή Θεολογική Σοῦμα τοῦ Ἀκινάτη, ὡς ἱστορικό ὁρόσημο μεγαλύτερης πολιτισμικῆς σημασίας ἀπό τό 1453, ἔτος τῆς Ἁλώσεως τῆς Πόλης ἀπό τούς Τούρκους. (Ὀρθοδοξία καί Δύση στή νεώτερη Ἑλλάδα, σ. 9, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.) Ἡ μετάφραση ὅμως ἦταν ἔργο τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἡ ἀπόφαση γιά τή γνωριμία τῶν Ἑλλήνων μέ τό διανοητικό τέρας τῆς καθολικῆς Δύσης ἦταν τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ' Καντακουζηνοῦ, συνειδητοῦ ἡσυχαστῆ καί φίλου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Δέν ἦταν ἀπόφαση τῶν «λατινοφρόνων». Βέβαια, ὁ Κυδώνης, «χαμένος στή μετάφραση», ἔγινε καθολικός. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Κυδώνη ἔχει τή σημασία της, ἀλλά δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τοῦ ζητήματος. Ποιό ἦταν ἄραγε τό σκεπτικό τῆς πολιτικῆς ἀπόφασης; (Γιά τό σχῆμα τῆς σχιζοείδειας στή δομή τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ταυτότητας, τίς καταβολές τῆς ὁποίας καλούμαστε νά ἀναζητήσουμε στήν ἐποχή αὐτή, βλ. Πέρα ἀπό τό Ἄτομο, σσ. 361-365.)

Ὁ σύγχρονος μηδενισμός, Ἐκδόσεις Ἁρμός


Ἡ σημασία τοῦ Ἡσυχασμοῦ
Ζιάκας Θεόδωρος

http://www.agiazoni.gr/article.php?id=70217273460698756422&PHPSESSID=a2f72a5a8667b7d212ce06a0de3ccf1b

 http://www.paterikiorthodoxia.com/2012/11/2921.html

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Γέροντας Παΐσιος: Η κοσμική λογική κλονίζει την πίστη!






Γέροντας Παΐσιος: Η κοσμική λογική κλονίζει την πίστη!



- Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι, ενώ πίστευαν, έχασαν την πίστη τους;

- Αν δεν προσέχει κανείς στα θέματα της πίστεως και της λατρείας, σιγά-σιγά ξεχνιέται και μπορεί να γίνη αναίσθητος, να φθάση σε σημείο να μην πιστεύη τίποτε.

- Μερικοί, Γέροντα, λένε ότι η πίστη τους κλονίζεται, όταν βλέπουν να υποφέρουν καλοί άνθρωποι.

- Ακόμη κι αν κάψη ο Θεός όλους τους καλούς, δεν πρέπει να βάλη κανείς αριστερό λογισμό, αλλά να σκεφθή πως ο Θεός ό,τι κάνει, από αγάπη το κάνει. Ξέρει ο Θεός πώς εργάζεται. Για να επιτρέψη να συμβή κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θα βγη.

- Γέροντα, σήμερα ακόμη και τα πιστά παιδιά αμφιταλαντεύονται, γιατί στα σχολεία υπάρχουν καθηγητές που διδάσκουν την αθεΐα.

- Γιατί να αμφιταλαντεύονται; Η Αγία Αικατερίνη δεκαεννιά χρονών ήταν και διακόσιους φιλοσόφους τους αποστόμωσε με την κατά Θεόν γνώση και την σοφία της. Ακόμη και οι Προτεστάντες την έχουν προστάτιδα της επιστήμης.

Στα θέματα της πίστεως και στα θέματα της πατρίδος δεν χωράνε υποχωρήσεις? πρέπει να είναι κανείς αμετακίνητος ,σταθερός.

- Γέροντα, παλιά προσευχόμουν με πίστη στον Θεό και ό,τι ζητούσα μου το έκανε. Τώρα δεν έχω αυτήν την πίστη. Πού οφείλεται αυτό;

- Στην κοσμική λογική που έχεις. Η κοσμική λογική κλονίζει την πίστη. «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε, πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε», είπε ο Κύριος. Όλη η βάση εκεί είναι. Στην πνευματική ζωή κινούμαστε στο θαύμα. Εάν συν δύο δεν κάνει πάντα τρία? κάνει και πέντε χιλιάδες και ένα εκατομμύριο!

Χρειάζεται καλή διάθεση και φιλότιμο. Γιατί, αν ο άνθρωπος δεν έχη καλή διάθεση, τίποτε δεν καταλαβαίνει. Να, και για την Σταύρωση του Χριστού, τόσες λεπτομέρειες είχαν πει οι Προφήτες- μέχρι και τί θα κάνουν τα ιμάτιά Του, τί θα κάνουν τα χρήματα της προδοσίας, ότι θα αγοράσουν μ’ αυτά τον αγρό του Κεραμέως, για να θάβουν τους ξένους-, αλλά, οι Εβραίοι πάλι δεν καταλάβαιναν. «Ο δε παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι»…

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΛΟΓΟΙ Ε΄ - ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
Πηγή: Agioritikovima.gr

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Γέροντας Παΐσιος: Όποιοι πετάνε έξω τον εαυτό τους, πετιέται μέσα τους ο Χριστός!



Παρατηρήστε και κοσμικούς που παρουσιάζουν τέτοια θυσία που δεν την έχουν ούτε μοναχοί.


Στον κόσμο -μου κάνει μεγάλη εντύπωση-, παρόλο που οι άνθρωποι μπορεί να μην πιστεύουν , να έχουν τις αδυναμίες τους, τα πάθη τους, πώς τα οικονόμησε ο Θεός και έχουν μαλακή καρδιά.

Βλέπουν κάποιον που έχει ανάγκη, και άς είναι άγνωστος και πάνε και του προσφέρουν βοήθεια.


Πολλοί που δεν πιστεύουν ούτε στον Παράδεισο , αν δουν έναν κίνδυνο, τρέχουν να προλάβουν να μη γίνη κακό να σκοτωθούν αυτοί για να σωθούν άλλοι,, να δώσουν περιουσίες κλπ


Πριν από χρόνια , σε μια βιοτεχνία κινδύνεψε να τυλιχθή ένας εργάτης σε ένα μηχάνημα, και ενώ ηταν τόσοι άνδρες , έτρεξε μια γυναίκα να τον γλυτώση.


Οι άνδρες που είχαν και παλληκαριά και όμως κοιτούσαν...


Τον γλύτωσε τελικά, αλλά τυλίχτηκε εκείνη με τα φορέματα της και σκοτώθηκε.


Μάρτυρας ! Μεγάλη υπόθεση !


Τέτοιοι άνθρωποι δεν σκέφτονται τον εαυτό τους, τον πετάνε έξω.
Και όταν τον πετάνε έξω , τότε πετιέται μέσα τους ο Χριστός...



Γέροντας Παΐσιος: Όποιοι πετάνε έξω τον εαυτό τους, πετιέται μέσα τους ο Χριστός!

Πηγή: imverias.blogspot.gr

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Η ταπεινοφροσύνη είναι εντελώς ακατανίκητη

Η ταπεινοφροσύνη είναι εντελώς ακατανίκητη από τους δαίμονες. Πώς γεννιέται και ποια είναι η δύναμή της.

Από το Γεροντικό

Ρώτησαν τον Αββά Λογγίνο:
- Ποια αρετή είναι η μεγαλύτερη απ΄ όλες;
Και απάντησε:
- Σκέφτομαι, ότι, όπως η υπερηφάνεια είναι το μεγαλύτερο απ΄ όλα τα πάθη, αφού και από τον ουρανό μπόρεσε να ρίξει κάποιους (δηλαδή τον Εωσφόρο και το τάγμα του), έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η μεγαλύτερη απ΄ όλες τις αρετές, γιατί κι απ΄ αυτά τα τάρταρα μπορεί ν΄ ανεβάσει ένα άνθρωπο, ακόμα κι αν είναι αμαρτωλός σαν δαίμονας.
Να γιατί ο Κύριος πριν απ΄ όλους μακαρίζει τους «πτωχούς τώ πνεύματι», (δηλαδή τους ταπεινούς) (Ματθ. 5:3).
Ένας γέροντας είπε:
- Προτιμώ ήττα πού θα συνοδεύεται από ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη πού θα συνοδεύεται από υπερηφάνεια.
Ένας (άλλος) γέροντας είπε:
- Πολλές φορές η ταπείνωση έσωσε πολλούς, και μάλιστα άκοπα.
Κι αυτό το αποδεικνύουν ο τελώνης και ο άσωτος υιός, πού είπαν μόνο λίγα λόγια και σώθηκαν (βλ. Λουκ. 18:13 - 15:21).
Ο αββάς Ησαΐας είπε:
- Περισσότερο απ΄ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη.
Γι αυτό ας είμαστε πάντα έτοιμοι, σε κάθε λόγο πού ακούμε ή εργασία (πού κάνουμε), να λέμε (στον πλησίον):
«Συγχώρεσέ με».
Γιατί με την ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται όλα τά (πονηρά έργα) του εχθρού.
Η αγία Θεοδώρα έλεγε, πώς ούτε η άσκηση ούτε η κακουχία ούτε οι οποιοιδήποτε κόποι σώζουν (τον άνθρωπο), παρά μόνο η γνήσια ταπεινοφροσύνη. (Και για επιβεβαίωση διηγόταν το εξής

- Ήταν κάποιος αναχωρητής, πού έδιωχνε τους δαίμονες. Και τους εξέταζε, για να μάθει με ποιόν τρόπο βγαίνουν (από τον άνθρωπο). «Με τη νηστεία;» τους ρωτούσε. «Εμείς ούτε τρώμε ούτε πίνουμε», απαντούσαν εκείνοι.

«Με την αγρυπνία;». «Εμείς δεν κοιμόμαστε καθόλου», έλεγαν.
«Με την αναχώρηση (από τον κόσμο);». Εμείς ζούμε στις ερήμους», αποκρίνονταν.
Επειδή ο γέροντας επέμενε και έλεγε, «Με ποιόν λοιπόν τρόπο βγαίνεται;», εκείνοι ομολόγησαν:
«Τίποτα δεν μας νικάει, παρά μόνο η ταπεινοφροσύνη».
Ο αββάς Σισώης έλεγε, ότι ο δρόμος που οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη είναι η εγκράτεια, η αδιάλειπτη προσευχή στο Θεό και ο αγώνας να βάζουμε τον εαυτό μας πιο κάτω από κάθε άνθρωπο.
Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Κρόνιο:
- Με ποιόν τρόπο φτάνει ο άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη;
- Με το φόβο του Θεού, απάντησε ο γέροντας.
- Και με ποιόν τρόπο φτάνει στο φόβο του Θεού; ξαναρώτησε ο αδελφός.
- Κατά τη γνώμη μου, είπε ο γέροντας, με το να περιμαζέψει τον εαυτό του από κάθε περισπασμό και με το να καταβάλλει σωματικούς κόπους και με το να θυμάται, όσο μπορεί, την έξοδο (της ψυχής του) από το σώμα και την κρίση του Θεού.
Ένας γέροντας είπε:
- Όποιος έχει ταπείνωση, ταπεινώνει τους δαίμονες, και όποιος δεν έχει ταπείνωση, χλευάζεται από τους δαίμονες.
Ρώτησαν ένα γέροντα:
- Γιατί χτυπιόμαστε τόσο πολύ από τους δαίμονες;
- Επειδή πετάμε τα όπλα μας, απάντησε εκείνος, εννοώ την ατιμία, την ταπείνωση, την ακτημοσύνη και την υπομονή.
Μια φορά ήρθαν κάποιοι στη Θηβαΐδα, σ΄ ένα γέροντα, και του έφεραν ένα δαιμονισμένο για να τον θεραπεύσει. Και ο γέροντας, (μολονότι αρχικά δεν δεχόταν, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο, τελικά), επειδή πολύ τον παρακάλεσαν, λέει στο δαίμονα:
- Βγες από το πλάσμα του Θεού!
- Βγαίνω, αποκρίθηκε ο δαίμονας. Αλλά σε ρωτάω ένα πράγμα και απάντησέ μου: Ποιοι είναι τα «ερίφια» και ποιοι τα «πρόβατα» (Ματθ. 25:31-33);
- Τα «ερίφια» είμαι εγώ, απάντησε ο γέροντας. Όσο για τα «πρόβατα», ο Θεός τα γνωρίζει.
Μόλις άκουσε (αυτά τα λόγια) ο δαίμονας, κραύγασε:
- Να, για την ταπείνωσή σου βγαίνω!
Και βγήκε (από τον άνθρωπο) την ίδια ώρα.




Μικρός Ευεργετινός

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Γέροντας Παΐσιος: "Καὶ μόνον τὸ κεφάλι σου νὰ ἀκουμπήσεις σὲ μία εἰκόνα, θὰ βρεῖς παρηγοριὰ"



- Γέροντα, ὅταν εἶμαι στενοχωρημένη, πῶς θὰ βρῶ παρηγοριά;
- Νὰ καταφύγεις στὴν προσευχή. Καὶ μόνον τὸ κεφάλι σου νὰ ἀκουμπήσεις σὲ μία εἰκόνα, θὰ βρεῖς  παρηγοριά. Κᾶνε τὸ κελλί σου σὰν ἐκκλησάκι μὲ εἰκόνες ποὺ σὲ ἀναπαύουν , καὶ θὰ δής, θὰ βρίσκεις μέσα σὲ αὐτὸ πολλὴ παρηγοριά. 
- Μερικὲς φορές, Γέροντα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἀσπάζομαι τὶς εἰκόνες. Εἶναι σωστό;
- Σωστὸ εἶναι . Κανονικὰ ἔτσι πρέπει νὰ ἀσπαζόμαστε τὶς εἰκόνες: Νὰ ξεχειλίζει ἡ καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ νὰ πέφτουμε , νὰ προσκυνοῦμε τὶς ἅγιες εἰκόνες τους.
Μία χρονιὰ, στὶς 26 Μαρτίου, ποὺ γιορτάζουμε τὴν Σύναξη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ, προσευχόμουν ὄρθιος μπροστὰ στὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Γιὰ μία στιγμὴ βλέπω τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία νὰ κινοῦνται σὰν ζωντανοί! «Χριστέ μου, εἶπα, εὐλόγησε μέ». Καί, καθὼς ἔπεφτα νὰ προσκυνήσω, μία ἔντονη εὐωδία γέμισε τὸ κελλί. Μὲ ἐπίασε τρέλλα! Τὸ χαλάκι ποὺ εἶχα στρωμένο κάτω, ἂν καὶ ἦταν γεμάτο χῶμα, ἀκόμη καὶ αὐτὸ εὐωδίαζε. Ἔμεινα γονατιστὸς καὶ....
  ἀσπαζόμουν αὐτὸ τὸ χαλάκι. Τέτοια εὐωδία!

- Γέροντα, ὅταν προσεύχομαι, βοηθάει νὰ φέρω στὸν νοῦ μου τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ;

- Κοίταξε, ὅταν προσεύχεσαι μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα, ἡ εἰκόνα βοηθάει, γιατί ἀπὸ τὴν εἰκόνα περνᾶς στὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο . Ὅταν ὅμως προσεύχεσαι νοερῶς καὶ εἶσαι σκυμμένη μὲ κλειστὰ τὰ μάτια, δὲν πρέπει νὰ φέρνης στὴν φαντασία σου εἰκόνες, γιατί μπορεῖ νὰ τὸ ἐκμεταλλευθῆ τὸ ταγκαλάκι καὶ νὰ σοὺ τὰ παρουσιάση σὰν ὁράματα, γιὰ νὰ σὲ πλανήση καὶ νὰ σοὺ κάνει κακό.

Ἰδίως ἡ εὐχὴ καλὰ εἶναι νὰ γίνεται μὲ καθαρὸ νοῦ, χωρὶς λογισμοὺς ἢ παραστάσεις, ἔστω κι ἂν αὐτὲς εἶναι εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ ἢ παραστάσεις ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, γιατί αὐτὸ εἶναι ἐπικίνδυνο, ἰδιαίτερα γιὰ ὅσους ἔχουν πολλὴ φαντασία καὶ ὑπερηφάνεια. Μόνον ὅταν ἔρχονται ρυπαροὶ ἢ βλάσφημοι λογισμοὶ , μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε παραστάσεις ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ καλύτερη ὅμως «παράσταση» εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ τῆς ἀχαριστίας μας.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου- Λόγοι ΣΤ΄ Περὶ Προσευχῆς" 

Γέροντας Παϊσιος – Η σωτηρία της ψυχής μας


- Γέροντα, άλλοι νιώθουν σιγουριά ότι θα σωθούν και άλλοι αμφιβάλουν. Ποια είναι η πιο σωστή τοποθέτηση;

- Ο σκοπός είναι ο άνθρωπος να τηρή τις εντολές του Θεού. Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να φτάση σε τέτοια κατάσταση, που, κι αν ο Θεός δεν του δώση τον Παράδεισο, να μην τον πειράξη. Πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι σήμερα ζούμε, αύριο μπορεί να φύγουμε , και πρέπει να κοιτάξουμε πώς θα πάμε κοντά στον Χριστό. Όσοι κατόρθωσαν με την Χάρη του Θεού να γνωρίσουν την ματαιότητα αυτής της ζωής έλαβαν το μεγαλύτερο χάρισμα και δεν είναι ανάγκη να αποκτήσουν το διορατικό χάρισμα, για να προβλέπουν τα μέλλοντα, διότι αρκετό είναι κανείς να προβλέψη, να μεριμνήση για την σωτηρία της ψυχής του και να λάβη τα καλύτερα πνευματικά μέτρα, για να σωθή. Να, βλέπεις, ο Χριστός είπε: « Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος » . Πόση αξία δηλαδή έχει μια ψυχή! Για αυτό η σωτηρία της ψυχής είναι μεγάλο πράγμα!

- Δηλαδή, Γέροντα, δεν πρέπει να έχη κανείς την ελπίδα της σωτηρίας και τον φόβο της κολάσεως;

- Αν έχη την ελπίδα της σωτηρίας , δεν θα έχη τον φόβο της κολάσεως. Και για να έχη ο άνθρωπος την ελπίδα της σωτηρίας, θα πρέπει να είναι κάπως τακτοποιημένος. Τον άνθρωπο που αγωνίζεται με φιλότιμο, όσο μπορεί, και δεν έχει διάθεση να κάνη αταξίες , αλλά πάνω στον αγώνα του νικιέται- νικάει, νικιέται- νικάει, ο Θεός δεν θα τον αφήση. Αν έχη λίγη διάθεση να μη λυπήση τον Θεό, θα πάη στον Παράδεισο « με τα παπούτσια » . Ο φύσει αγαθός Θεός θα τον σπρώξη στον Παράδεισο σκανδαλωδώς. Θα οικονομήση να τον πάρη την ώρα που βρίσκεται σε μετάνοια. Μπορεί σε όλη του την ζωή να παλεύη, αλλά ο Θεός δεν θα τον αφήση. Θα τον πάρη στην καλύτερη ώρα.

Ο Θεός είναι καλός. Θέλει όλοι να σωθούμε. Αν ήταν να σωθούνε μόνο λίγοι, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός; Δεν είναι στενή η πύλη του Παραδείσου. Χωράει όλους τους ανθρώπους που σκύβουν ταπεινά και δεν είναι φουσκωμένοι από υπερηφάνεια, αρκεί να μετανοήσουν, να δώσουν δηλαδή το φορτίο των αμαρτιών τους στον Χριστό, και τότε χωρούν να περάσουν εύκολα από την πύλη. Έπειτα έχουμε και το δικαιολογητικό ότι είμαστε χωματένιοι. Δεν είμαστε μόνον πνεύμα όπως οι Άγγελοι. Είμαστε όμως αδικαιολόγητοι , όταν δεν μετανοούμε και δεν πλησιάζουμε τον Σωτήρα μας ταπεινά. Ο ληστής στον σταυρό ένα « ευλόγησον » είπε και σώθηκε. Η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται από το δευτερόλεπτο, όχι από το λεπτό. Ο άνθρωπος με έναν ταπεινό λογισμό σώζεται , ενώ αν φέρη έναν υπερήφανο λογισμό, τα χάνει όλα .

Από φιλότιμο και μόνον πρέπει να σωθούμε. Δεν υπάρχη μεγαλύτερος πόνος για τον Θεό από το να το να δη τον άνθρωπο στην κόλαση. Νομίζω ότι και μόνον η ευγνωμοσύνη στον Θεό για τις πολλές Του ευλογίες και η ταπεινή συμπεριφορά με αγάπη προς τις εικόνες Του , τους συνανθρώπους μας , με λίγο φιλότιμο αγώνα, είναι αρκετά, για να έχουμε αναπαυμένη την ψυχή μας και σε αυτήν την ζωή και στην άλλη.

Από το βιβλίο “ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ”ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Β΄

Γέροντας Πορφύριος – «Ο Χριστός είναι το παν»


Ο γέροντας Πορφύριος είπε:
«Λοιπόν, ζωή χωρίς Χριστό δεν είναι ζωή. Πάει, τελείωσε. Αν δε βλέπεις το Χριστό σε όλα σου τα έργα και τις σκέψεις, είσαι χωρίς Χριστό. Πώς το κατάλαβες; Θυμάμαι κι ένα τραγούδι. «Σύν Χριστώ πανταχού, φόβος ουδαμού». Το ’χετε ακούσει; Έ; Το λένε τα παιδιά, δε το θυμάμαι.

Λοιπόν, έτσι πράγματι πρέπει να βλέπομαι το Χριστό. Είναι φίλος μας, είναι αδελφός μας, είναι ό,τι καλό και ωραίο. Είναι το Παν. Αλλά είναι φίλος και το φωνάζει:

«Σας έχω φίλους, βρε, δεν το καταλαβαίνετε; Είμαστε αδέλφια. βρε εγώ δεν είμαι… δεν βαστάω την κόλαση στο χέρι, δεν σας φοβερίζω, σας αγαπάω. Σας θέλω να χαίρεστε μαζί μου τη ζωή». Κατάλαβες;

Έτσι είναι ο Χριστός. Δεν έχει κατήφεια, ούτε μελαγχολία, ούτε ενδοστρέφεια, που ο άνθρωπος σκέπτεται ή βασανίζεται από διάφορους λογισμούς και διάφορες πιέσεις, που κατά καιρούς στη ζωή του τον τραυμάτισαν.

Ο Χριστός είναι νέα ζωή. Πώς το λέω; Ο Χριστός είναι το Παν. Είναι η χαρά, είναι η ζωή, είναι το φως, το φως το αληθινό, που κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται, να πετάει, να βλέπει όλα, να βλέπει όλους, να πονάει για όλους, να θέλει όλους μαζί του, όλους κοντά στο Χριστό.

Όταν εμείς βρίσκουμε κάποιον θησαυρό ή ό,τι άλλο, δεν θέλομε να το λέμε πουθενά. Ο Χριστιανός όμως, όταν βρει το Χριστό, όταν γνωρίσει τον Χριστό, όταν ο Χριστός εγκύψει μέσα στην ψυχούλα του και τον αισθανθεί, θέλει να φωνάζει και να το λέει παντού, θέλει να λέει για το Χριστό, τι είναι ο Χριστός. Αγαπήσατε το Χριστόν και μηδέν προτιμήστε της αγάπης Αυτού. Ο Χριστός είναι το πάν, είναι η πηγή της ζωής, είναι το άκρον των εφετών, είναι το Πάν. Όλα στο Χριστό υπάρχουν τα ωραία.

Και μακράν του Χριστού η θλίψις, η μελαγχολία, τα νεύρα, η στεναχώρια, οι αναμνήσεις των τραυμάτων της ζωής, των πιέσεων, των αγωνιωδών, έτσι, ωρών. Όλα, ζούμε εκείνα εκεί της ζωής μας. Και πάμε εδώ και πάμε εκεί, και τίποτα, και πουθενά δεν στεκόμαστε. Όπου βρούμε το Χριστό, ας είναι μια σπηλιά, καθόμαστε εκεί και φοβούμαστε να φύγουμε, να μη χάσουμε το Χριστό. Διαβάστε να ιδείτε. Ασκείτε, που γνώρισαν το Χριστό, δεν ήθελαν να φύγουν από τη σπηλιά, ούτε έβγαιναν έξω να κάνουνε πιο πέρα θελαν να είναι εκεί που αισθανόντουσαν το Χριστό μαζί τους. Ο Χριστός είναι το Πάν.

Ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής, της χαράς. Το Πάν.
Πηγή : Από το βιβλίο «Ανθολόγιο Συμβουλών»
Γέροντος Πορφυρίου ιερομονάχου


Αγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης – Λογισμοί και πλάνη

Να θυμάσαι και να φοβάσαι δύο λογισμούς……>>

Ο ένας λέει: «Είσαι άγιος» και ο άλλος: «Δεν θα σωθείς».

Κι οι δύο αυτοί λογισμοί προέρχονται από τον εχθρό, και δεν έχουν αλήθεια μέσα τους.

Εσύ, όμως, να σκέφτεσαι: «Εγώ είμαι μεγάλος αμαρτωλός, αλλά ο Ελεήμων Κύριος αγαπά πολύ τους ανθρώπους και θα συγχωρέσει και σ΄ εμένα τις αμαρτίες μου».

Πίστευε έτσι, και θα γίνει σύμφωνα με τήν πίστη σου:

Θα σε συγχωρήσει ο Κύριος.

Μη βασίζεσαι, όμως, στους προσωπικούς σου αγώνες, έστω και αν είσαι μεγάλος ασκητής.

Ένας ασκητής μου έλεγε: «Βεβαίως θα ελεηθώ, γιατί κάνω τόσες μετάνοιες τήν ημέρα».

Όταν, όμως, ήρθε ο θάνατος, «διέρρηξε τα ιμάτιά του».

Όχι, λοιπόν, για τις ασκήσεις μας, αλλά δωρεάν, κατά τη χάρη Του ελεεί ο Κύριος.

Ο Κύριος θέλει τήν ψυχή να είναι ταπεινή, άκακη, και να συγχωρεί τους πάντες με αγάπη τότε και ο Κύριος συγχωρεί με χαρά.

Ο Κύριος τους αγαπά όλους, και εμείς οφείλουμε να Τον μιμούμαστε και να αγαπούμε τους πάντες, και αν δεν μπορούμε, τότε πρέπει να Τον παρακαλούμε, και ο Κύριος δεν θα αρνηθεί, αλλά θα βοηθήσει με τη χάρη Του.

(Αγ.Σιλουανός ο Αθωνίτης)

Πηγή : ahdoni.blogspot.gr